ΚΑΛΩΣΗΛΘΑΤΕ!

Είμαι η Βαρβάρα Βλαχοπούλου. Γεννήθηκα στη Μύρινα της Λήμνου στις 4 Δεκεμβρίου του 1940. Καθώς αποφοίτησα από το τότε εξατάξιο γυμνάσιο, παντρεύτηκα τον Γρηγόρη Βλαχόπουλο, κτηνίατρο στο επάγγελμα και στα πλαίσια ενός προγράμματος ανταλλαγής επιστημόνων βρεθήκαμε με συμβόλαιο στην Τυνησία. Εκεί ζήσαμε πέντε χρόνια. Ένα καλλίτερο συμβόλαιο μας οδήγησε στο Μιλάνο της Βορείου Ιταλίας. Έχουμε δύο γιούς και πέντε εγγόνια. Είμαι ενεργό μέλος του Λυκείου Ελληνίδων Αθηνών επί είκοσι πέντε χρόνια και επανιδρύτρια του Λυκείου Ελληνίδων Λήμνου. Άρχισα να γράφω κατόπιν παρακίνησης των παιδιών μου, όταν γυρίσαμε στην Αθήνα για μόνιμη πλέον εγκατάσταση. Τα παιδιά ήθελαν «τα παραμύθια» γραπτά. Η στέρηση της ιδιαίτερής μου πατρίδας, της Λήμνου, ήταν πηγή των «παραμυθιών» αυτών και το λάκτισμα για την προσπάθεια ν’ αποτυπώσω στο χαρτί ότι θυμόμουν. Προσπαθώντας να ραμφίσω όσο πιο βαθειά μπορούσα τις θύμισες της παιδικής και εφηβικής μου ζωής, ανέκυψε μέσα μου η επιθυμία να αποδώσω την αποθησαύριση της ψυχής μου στους απογόνους. Ασχολούμαι ως επί των πλείστον με την παράδοση, τα ήθη και τα έθιμα του τόπου μου, τα οποία περνώ μέσα από τη ζωή των ηρώων των βιβλίων μου. Έτσι αισθάνομαι πως κάνω το καθήκον μου καταγράφοντας ό,τι δεν πρέπει να ξεχαστεί.

ΥΦΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
Να γράφεις σημαίνει να «πολεμάς» με τη γλώσσα, να την κανακεύεις, να τη χτενίζεις να τη φροντίζεις. Αυτό εμένα μου άρεσε πάντα. Όχι για να διαφοροποιηθώ υφολογικά, αλλά για να νοηματοδοτήσω αυτά που αισθάνομαι και να νιώσω η ίδια ικανοποίηση από την εκφραστική μου απόδοση. Προσπαθώ οι ήρωές μου να αναδύονται μέσα από τα κατανυκτικά τοπία του νησιού μου, αυτά που με γαλούχησαν κι ακόμα με τρέφουν. Τα χρώματα οι ευωδίες, οι θαλασσινές εναλλαγές, η μυρωδιά του σάργασου, του ζυμωτού ψωμιού, οι σχολικές χελιδονοφωλιές κι εκείνες των μπαλκονιών, του λιβανιού τ’ αναθύμιασμα την ώρα του εσπερινού, η ξεχωριστή μυρωδιά της βροχής πάνω στη χρυσαφιά κοφτερή καλαμιά και οι σταγόνες της βροχής πάνω στο τσαγαλί του Μάρτη… είναι μερικά απ’ αυτά που κάμνουν τ’ άστρα να κελαηδούν στη ψυχή μου καθώς ανάβει το πυροφάνι τ’ ουρανού. Οι αισθήσεις αναγκάζουν τη ψυχή ν’ αποζητά συνεχώς διάλογο με τη φύση. Πατρίδα! Πόσο πλούσια θρονιάζεις μέσα μου! Διαχέω τη ψυχή μου σε εικόνες αχειροποίητες, χαρίσματα του πλάστη… αυτές που δε μεταλλάχτηκαν, δε μετακινήθηκαν ποτέ… στο τοπίο που άφησα και ξαναβρίσκω κάθε καλοκαίρι. Τις περιβάλλω με θαλπωρή και τις εκπέμπω με τη γραφή μου όσο πιο πιστά μπορώ. Αν πετύχω την απόδοση νιώθω γεμάτη. Και αν ο αναγνώστης μου είναι εκπαιδευμένος να διαβάζει εικόνες και οι ματιές μας διασταυρωθούνε μέσα στον καθρέφτη που τις ανακλά, τότε νιώθω πως χειροτέχνησα και δημιούργησα κάτι. Είναι σα να ν’ αναστενάζω από μέσα μου και μερικοί ακολουθούν τον αναστεναγμό μου. Η Δημιουργία είναι το μεγαλύτερο αγαθό που μας χάρισε ο Παντοδύναμος και αν συμβαδίζει με τη φαντασία και το ταλέντο είναι το μέγιστο. Είναι αυτό που λέμε «Αξίζει να ζεις»!...