Κριτική βιβλίου Διαδρομές της Μύρινας 1940-60

Η συγγραφέας έζησε τα παιδικά κι εφηβικά της χρόνια στο Κάστρο (νυν Μύρινα), την πρωτεύουσα της Λήμνου και μετέπειτα στην Τυνησία, στο Μιλάνο και στη Νέα Σμύρνη με τον σύζυγό της, τον κτηνίατρο Γρηγόρη Βλαχόπουλο, ο οποίος καταγόταν από το Μούδρο. Είχε ανέκαθεν ενδιαφέρον για τον πολιτισμό και την παράδοση, κυρίως ως ενεργό μέλος του Λυκείου των Ελληνίδων στην Αθήνα και ιδρυτικό μέλος του παραρτήματος του Λ.τ.Ε στη Λήμνο. Με την συγγραφή ξεκίνησε να ασχολείται σε σχετικά μεγάλη ηλικία, όταν ένιωσε την ανάγκη να αφηγηθεί γεγονότα από το παρελθόν που τη σημάδεψαν.

 

Οι «Διαδρομές στην Μύρινα 1940-1960»

Όπως το περίμενα, κάτι ανάλογο συμβαίνει και με το καινούργιο της βιβλίο. Ξεκινάς με ένα σφίξιμο, με μια αμφιβολία, μιας και πρόκειται για ένα οδοιπορικό σε μια εποχή και σε έναν τόπο από τον οποίο δεν έχεις μνήμες, αλλά πολύ σύντομα γίνεσαι φιλαράκι με την αφηγήτρια. Περπατάς στα σοκάκια που περπάτησε, γνωρίζεσαι με τους ανθρώπους που γνώρισε, βιώνεις τις συνθήκες και το περιβάλλον όπου μεγάλωσε.

Ο τόπος και ο χρόνος ορίζονται ήδη από τον τίτλο κι από την όμορφη φωτογραφία του Κων. Δημητριάδη στο εξώφυλλο. Το μυστικό κλειδί κρύβεται στον υπότιτλο: «Περπατώ-Θυμάμαι-Νοσταλγώ». Η συγγραφέας ξεκαθαρίζει εξαρχής πως δεν γράφει μυθιστόρημα αλλά ούτε ιστορική πραγματεία· την ιστορία των ανθρώπων της πόλης γράφει, όπως τους θυμάται. Περπατά στα βήματά τους και καταγράφει νοσταλγικά τις αναμνήσεις της από εκείνα τα χρόνια, από την μοναδική πατρίδα της παιδικής ηλικίας που λέγαμε.

Τα κείμενα της, αν και περιγραφικά και μάλιστα με αυστηρή τοπογραφική σειρά, δεν είναι στεγνά αλλά έχουν έναν λυρισμό υψηλού λογοτεχνικού ύφους:

«Στοπ. Η πόρτα του Ντοντέικου ανοιχτή. Ο αρχοντοζητιάνος του Κάστρου, ο Παράσχος, με λιγδωμένο μαυροσάκκακο, χαλαρό παπιγιόν και ρεμπούμπλικο σκοροφαγωμένο, βουλιαγμένο ως τα φρύδια, κάθεται στο μεσόσκαλο και τραγουδά…»

Με μια φράση καθορίζει τον τόπο και περιγράφει δυνατά κι απόλυτα το πρόσωπο, με ευρηματικούς νεολογισμούς (αρχοντοζητιάνος, μαυροσάκκακο, μεσόσκαλο), χωρίς πολλές περικοκλάδες. Γενικά, η Βαγιάκου έχει μια γλωσσοπλαστική ικανότητα που ξαφνιάζει, με την οποία πετυχαίνει καίριους χαρακτηρισμούς, όπως:

«η Καλλιρρόη αξέχαστη σε όλους μας για τη …συλλαβοσταράτη ομιλία της».

Τα κείμενα είναι γραμμένα σε διαφορετικές χρονικές περιόδους και τα είχε δημοσιεύσει στον τοπικό τύπο ή/και σε ιστοσελίδες από το 2008 ως το 2018. Αν και έχουν αρκετές διαφορές στο ύφος και την μορφή, η συγγραφέας καταφέρνει να τα συνθέσει αρμονικά και να τους προσδώσει μια φρέσκια πνοή. Αφενός τα έχει εμπλουτίσει με πολλές φωτογραφίες, χρωματιστές κι ασπρόμαυρες, αφετέρου έχει προσθέσει εμβόλιμα κάποια πιο πρόσφατα κείμενα καθώς και ποιήματά της. Όπου το κρίνει απαραίτητο, έχει παρεμβάλει και κείμενα άλλων, πάντα με αναφορά στον συγγραφέα τους.

Τις περιγραφές της, η συγγραφέας, τις χωρίζει σε τέσσερις διαδρομές, με τίτλους: «Σα’ μπαν σα’ γκατ», «Ανάβλεμμα», «Χαρές του κάμπου» και «Μύρινα-Ανδρώνι».

 

«Σα’ μπαν σα’ γκατ»

Στην πρώτη διαδρομή περπατά στην αγορά της πόλης, ψωνίζει από τα μικρομάγαζα αλλά κι από τα μεγαλομπακάλικα, κρυφοκοιτά τα στέκια των μεγάλων, όπως το Κρύσταλλο του Σαββούρα, τον καφενέ του Ψαριανού, τα φαγάδικα και τα καπηλειά. Δεν παραλείπει τίποτα: φρουτάδικα, γαλακτοπωλεία, εμπορικά, βιβλιοπωλεία, τσαγκαράδικα αλλά και φαρμακεία, ιατρεία, οδοντιατρεία· θυμάται πλανόδιους μεροκαματιάρηδες, τελάληδες, αχθοφόρους, σοφεράντζες και διάφορους γραφικούς τύπους. Πόρτα πόρτα διασχίζει όλη την αγορά. Καλημερίζει πρώτη όποιον συναντά, όπως επέβαλε το savoir vivre της εποχής: «να χαιρετάτε, μας έλεγε η μητέρα, και να μην ξεχνάτε πως οι μικρότεροι χαιρετούν πρώτοι».

Για κάθε έναν που χαιρετά, έχει μια σύντομη ιστορία να μας πει. Οι περιγραφές της είναι ολοζώντανες και συχνά θυμίζουν σκηνές από ταινία εποχής:

«Ένα γωνιακό παράθυρο, καγκελοφραγμένο, είχε φάτσα στο δρόμο και η αφράτη φιγούρα της κυρά Λένης πίσω απ’ τα κάγκελα να πλέκει δαντέλες…»

«Στον τεράστιο ξύλινο τετράγωνο πάγκο οι λαμαρίνες αχνίζουν λαχταριστά σταφιδόψωμα... αφήνουν βιαστικά μισή δραχμή σε ένα χαρτοκούτι του Ματσάγγου, παίρνουν ένα και φεύγουν τρεχάτες. Στις οχτώ ο μπάρμπα Δαμιανός χτυπά το κουδούνι… Ψηλός καλοσυνάτος ο κυρ-Σαράντης συνεχίζει να ξεφουρνίζει χάσκα ψωμιά…»

Στέκεται στις γωνιές και ανακαλεί πλούσια συναισθήματα από τις νεανικές διασκεδάσεις στο κέντρο Πατατιά, τις γυμναστικές επιδείξεις και τα ματς του αγαπημένου Παλλημνιακού στο γήπεδο, στενάχωρες αναμνήσεις που την σημάδεψαν, όπως την αυστηρή υποδοχή στο σχολειό από την πρώτη της δασκάλα αλλά και τραγωδίες που συγκλόνισαν την παιδική της ψυχή:

«Το λεβεντόπαιδο Βαγγέλη, το ορέχτηκε ο θάνατος και στα σαράντα του το πήρε και βύθισε την οικογένειά του στα μαύρα. Αυτή η μαυρίλα, σημάδεψε τη ζωή μου, όπως και όλων των παιδιών της εποχής μας, γιατί ήμασταν φίλες με τα κορίτσια του και ζούσαμε το πένθος τους».

Κι επειδή η αγορά είναι μεγάλη και η μακροσκελής καταγραφή κουράζει, φροντίζει να την στολίσει. Παρεμβάλλει άλλοτε γλαφυρές περιγραφές από ευχάριστα ή/και κωμικά στιγμιότυπα άλλοτε στίχους από την ποιητική της συλλογή κι άλλοτε ιστορικά κείμενα για σημαντικά κτίρια ή για προσωπικότητες δανεισμένα από έγκυρες πηγές, αναφέροντας πάντα την προέλευση.

Ασφαλώς δεν ήταν όλα ιδανικά τότε ούτε οι χαρακτήρες ήταν όλοι άμεμπτοι. Πίσω από τα ονόματα κρύβονται άνθρωποι, με όλα τα σουσούμια, τις αδυναμίες και τις ιδιοτροπίες τους. Όμως, η Βαγιάκου επιλέγει να προβάλει τα προτερήματα καθενός. Τους περιγράφει με αγάπη, όπως τους θυμάται όταν ήταν παιδούλα. Κι αν έχει κάτι να προσάψει, το κάνει με τακτ ή το αποσιωπά. Έχει επιλέξει να φτιάξει ένα βιβλίο-αγκαλιά, στην οποία θέλει να χωρέσει όλες τις παιδικές μνήμες, όλη την κοινωνία του Κάστρου εκείνης της εποχής.

Το «σα’ μπαν σα’ γκατ» στην αγορά καταλήγει πάντα στο λιμάνι, κοντά στο ναυτικό πρακτορείο του πατέρα της, του Γρηγόρη Βαγιάκου. Στο λιμάνι από όπου το Σεπτέμβρη του 1962, ακουμπισμένη στην κουπαστή, με τα χέρια του καλού της να την τυλίγουν τρυφερά, με τα δάκρυά της να σταλάζουν στο κύμα που άφριζε, η Βαρβάρα Βαγιάκου, ως Βαρβάρα Βλαχοπούλου πλέον, κούναγε πέρα δώθε το χέρι της με το βλέμμα στα μαντήλια που ανέμιζαν στην αποβάθρα.

 

«Ανάβλεμμα»

Στη δεύτερη διαδρομή της η Βαγιάκου αναπολεί τη ζωή στον Ρωμαίικο Γιαλό, όπου «έγινε της κύησης το θαύμα», όπως πολύ χαρακτηριστικά γράφει στον εναρκτήριο στίχο της η συγγραφέας. Είναι η γενέθλια γειτονιά της και γι’ αυτό θέλει ανοιξιάτικη να είναι η βόλτα της, μαγιάτικη. Να συνοδοιπορήσει με τους παλιούς της γειτόνους, τους μόνιμους αλλά και τους θερινούς, Αιγυπτιώτες και άλλους, που γέμιζαν τα καλοχτισμένα εκατοχρονίτικα αρχοντικά της ακτής, τα μικρά ξενοδοχεία και τα γραφικά μαγαζάκια της ακρογιαλιάς με επικεφαλής το ιστορικό «Τερέν».

Από τον στοιχειωμένο Βόντηλα κάτω από το Κάστρο, μέχρι το Μονόπετρο του Παντελίδη, χτυπούσε η ρωμαίικη καρδιά του νησιού για μισό και πλέον αιώνα, κατά την τελευταία περίοδο της οθωμανικής κατοχής. Την περίοδο αυτή δεκάδες αρχιτεκτονικά κοσμήματα στόλισαν την πανέμορφη βορινή ακτή του Κάστρου. Δημιουργίες των εύπορων Λημνιών της διασποράς, κυρίως Αιγυπτιωτών, που επιδείκνυαν τον πλούτο τους και παράλληλα στήριζαν κάθε εθνωφελή προοδευτική κίνηση, χρηματοδοτώντας την ίδρυση και την λειτουργία σχολείων, την ανέγερση ναών και κληροδοτώντας τεράστιες περιουσίες σε ιδρύματα, ευεργετώντας ποικιλοτρόπως τη Λήμνο.

Αντωνιάδης, Χριστοδούλου, Δημητρίου, Παλαιολόγου, Γλυκύς, Παντελίδης, Παρισίδης, Γαροφάλλου, Χριστοδουλίδης, Μοσχούδης, Δάλλης, Παπαϊωάννου, Τζηρός, Φεργαδιώτης, Σαράντης, Ψαρώφ, Μακρής, Στράφτης, Σαρρής, Δημητριάδης, Ευαγγελίδης, Φαμηλιάδης, Κοκκιναράς, Καλαϊτζής, Διαμανταρίδης, Γαροφαλλίδης, Σαχτούρης, Καρατζάς, Τραταρός, Κυδάς, όλοι τους μεγάλοι ευεργέτες. Κοντά σε αυτούς κι άλλοι μικρότερου βεληνεκούς, που κι αυτοί συνέδραμαν το κατά δύναμιν, με δωρεές και βοηθήματα. Οι περισσότεροι είχαν κατοικία στον Ρωμαίικο Γιαλό.

Αλλά και άνθρωποι του πνεύματος, της πολιτικής και της επιστήμης που διακόνησαν το νησί με το λόγο, με τη δράση και με τις έρευνές τους, έζησαν εκεί: ο ιατρός Παναγιώτης Ραφτόπουλος, ο πολιτικός Ηλίας Ηλιού, ο συγγραφέας Λεωνίδας Γεροντούδης, ο ζωγράφος Φάνης Καραβίας κ.ά. Στο κατώφλι του καθενός η Βαγιάκου στέκεται με σεβασμό και δέος. Αφενός ανακαλεί μνήμες από την εποχή αφετέρου παραθέτει παλιά κείμενα με ιστορικές πληροφορίες για τη συνεισφορά τους.

Το ίδιο κάνει για τα σημαντικά δημόσια κτίρια του Ρωμαίικου, το Χριστοδουλίδειο, το Τηλεγραφείο, το Παντελίδειο Παρθεναγωγείο, το Μουσείο, το Γυμνάσιο Λήμνου, το Αντωνιάδειο μητροπολιτικό μέγαρο, τον Μετεωρολογικό σταθμό, το Ηρώο πεσόντων, για τη δημιουργία του οποίου πόζαρε ως μοντέλο στον καλλιτέχνη Φάνη Καραβία κλπ κλπ.

Θυμάται ακόμη και νοσταλγεί το θερινό σινεμά, το ξεψάρισμα στις ανεμότρατες, τα παγωτά στο Τερέν και φυσικά τα μαγικά ηλιοβασιλέματα, φημισμένα από την αρχαιότητα, καθώς κάθε σούρουπο ο ήλιος παίζει κρυφτούλι με τον Άθω.

Το «Ανάβλεμμα» στον Ρωμαίικο Γιαλό είναι πιο αυθόρμητο από το «Σα μπαν’ σα γκατ’» στην Αγορά. Εδώ η Βαγιάκου γράφει πιο ελεύθερα, γιατί πρόκειται για τη γειτονιά που μεγάλωσε, που την γνωρίζει σπιθαμή προς σπιθαμή. Ξέρει όλα τα σπίτια, τις αυλές, τις κρυψώνες, τα σκαλιά που σκόνταψε και μάτωσε τα γόνατά της, τα παιδιά με τα οποία πήγε μαζί στο σχολείο, έπαιξε τα πρώτα της παιχνίδια, έκανε τα πρώτα της μπάνια, ένιωσε τα πρώτα καρδιοχτύπια.

«Τότε που όλα νόμιζα πως είναι για πάντα», όπως γράφει στο κείμενο με το οποίο κλείνει το «Ανάβλεμμα», με έναν λυρικό λόγο που σπέρνει δάκρυα στον κάμπο της ψυχής:

«Τώρα που τ’ αποσπερνό αγιάζι σταλάζει στο ευλογημένο αυτό θαλασσόβρεχτο σημάδι της γης και περιλούζει το ώριμο κορμί μου. Το σιγανό ανεμοφίλημα εκείνου του Μάη της χαρούμενης παιδικής ζωής μου απελευθερώνει τις αρωματισμένες ανάσες του…».

 

«Χαρές του κάμπου»

Στον τρίτο περίπατο στην γενέθλια πόλη, η Βαγιάκου ξεχύνεται στις εξοχές που υπήρχαν ακόμα τότε γύρω από το Κάστρο. Σε αντίθεση με τις δύο προηγούμενες «Διαδρομές» που γράφτηκαν αρχικά ως ενιαία κείμενα (στα οποία για τις ανάγκες του βιβλίου προστέθηκαν και κάποια εμβόλιμα), η τρίτη ενότητα είναι σπονδυλωτή. Αποτελείται από τρία χρονικά, δημοσιευμένα στην τοπική εφημερίδα σε διαφορετικές χρονικές στιγμές.

Στα «Ξεφαντώματα», γραμμένα κάποιον Απρίλη, η συγγραφέας θυμάται τις γιορτινές εκδρομές της Λαμπροδευτέρας και της Πρωτομαγιάς, όταν η νεολαία ξεχυνόταν στον καταπράσινο κάμπο με τις αμυγδαλιές, που δεν υπάρχει πια καθώς ο τόπος οικοδομήθηκε. Καθένας και καθεμιά με τα πασχαλινά καλούδια στο εκδρομικό καλάθι, κόκκινα αυγά, λαμπροκουλούρες, τυροπτούδια, κεφτεδάκια· εύθυμη διάθεση, παιχνίδια σε αυτοσχέδιες αιώρες, χορός και τραγούδια είτε “a cappella” είτε με τη συνοδεία κάποιου οργανοπαίχτη. Το κείμενο κυλά γάργαρο και δροσερό, με κάποιες πινελιές δασκαλίστικες που θα μπορούσαν και να λείπουν.

Η «Μαγεία του Ασπρόμαυρου» δημοσιεύτηκε επίσης κάποιον Απρίλη, με αφορμή δυο παλιές φωτογραφίες από πρωτομαγιάτικα ξεφαντώματα: ένα στη Μύρινα κι ένα στο Μούδρο, φόρος τιμής στον αείμνηστο σύζυγό της, τον Γρηγόρη Βλαχόπουλο. Η Βαγιάκου, με τον εξαιρετικό ποιητικό της λόγο, βάζει χρώμα στις ασπρόμαυρη εποχή, χωρίς να την απομαγεύει. Ταυτόχρονα μας γυρνά στις «μέρες γραμμοφώνου», καθώς περιγράφει τις αλλαγές που επέφερε στις διασκεδάσεις της νεολαίας η άφιξη στη Λήμνο του φωνόγραφου με τις πλάκες και το κελαρυστό χωνί.

Ο «Τρύγος», το τρίτο και τελευταίο κείμενο αυτής της ενότητας, γράφτηκε κάποιον Σεπτέμβρη. Μιλά για το συναπάντημα με τον τρύγο, μια ρομαντική περιγραφή της σκληρής κι επίπονης αυτής αγροτικής δουλειάς. Η λαϊκή φράση «θέρος, τρύγος, πόλεμος» αποδίδει με πληρότητα το μαρτύριο και το βάσανο του απλού κόσμου, αλλά και το γενικό ξεσηκωμό της κοινωνίας που απαιτούσαν οι τρεις αυτές συγκεκριμένες καταστάσεις για να τις φέρουν σε πέρας. Με τη διαφορά πως ο τρύγος ήταν ένας πόλεμος ειρηνικός, γεμάτος χαρά και κέφι, μια μαγευτική διαδικασία, διότι στο τέλος της ημέρας η χαλαρωτική ευωδιά του μούστου που απλωνόταν στον αιθέρα αποζημίωνε τον τρυγητή.

Η Βαγιάκου ανακαλεί στη μνήμη το γιορτάσι του τρύγου, όπως τον έζησαν ως μικρές κυρίες με την αδερφή της, την αείμνηστη Ουρανία, πάνω στο κάρο του Αθανή που μετέφερε τα σταφύλια από το οικογενειακό αμπέλι στα Θέρμα ως το πατητήρι στο σπίτι τους. Περιγραφή καθαρά λαογραφική που φωτίζει μια διαδικασία που δεν συμβαίνει πλέον στις μέρες μας, καθώς η εκμηχάνιση της παραγωγής έχει βελτιώσει τη ζωή αλλά την έχει απομαγεύσει.

 

«Μύρινα-Ανδρώνι».

Στην τελευταία διαδρομή της, η Βαγιάκου περπατά ως το Ανδρώνι, που στα χρόνια εκείνα ήταν μια ξεχωριστή συνοικία της πόλης. Παίρνει τον καροτσόδρομο με τα πλατάνια που περνούσε δίπλα από το γήπεδο, ξεδιψά στη βρύση στη Σούμπρα, διασχίζει μπαξέδες και μποστάνια, περνά από τη Χωράφα, πριν φτάσει στη διχάλα κι αρχίσει να ανεβαίνει στο Αντρώνι, από το σχολείο ως τον Άγιο Παντελεήμονα.

Οι μνήμες από την αντρωνιάτισσα γιαγιά της τη Βοτώ, μπλέκονται με τις διαδρομές του λεωφορείου του Τάρου και καταλήγουν στο «Σκλι», ένα θεατρικό στα λημνιά με τη Θυμίτσα, τη Βοτώ, το Πηνελώ και το Νικολή να ετοιμάζονται για το αντρωνιάτικο παναγύρ του Αγίου Παντελέημονα. Καθισμένοι στο σκλι, στην πεζούλα, σχολιάζουν αλλοτινούς και συγκαιρινούς ανθρώπους σε μια λαλιά που δεν μιλιέται πια.

Καθισμένοι κι εμείς μαζί τους αναπολούμε μια εποχή που δεν υπάρχει πλέον και ταυτόχρονα χαιρόμαστε που υπάρχουν άνθρωποι σαν την κ. Βαρβάρα Βαγιάκου-Βλαχοπούλου, που την αναπλάθουν με τα όμορφα κείμενα και τα βιβλία τους.

Καλοτάξιδο!

Από τον Κο: Θοδωρή Μπελίτσο

https://belitsosquarks.blogspot.com/2022/08/blog-post_25.html