Ψιτ ψιτ…Ακούει κανείς;
Δυο λόγια καθημερινά, συνωμοτικά θα έλεγα, γεμάτα από τη φρεσκάδα και τη ζωντάνια της καθημερινότητας κι ένα πολύχρωμο, αφοπλιστικά προκλητικό στο βλέμμα, εξώφυλλο, φιλοτεχνημένο από τον Τάκη Κομνηνέλλη, φίλο και συμπατριώτη της συγγραφέως, λάτρη της τέχνης και της δημιουργίας· αυτή είναι η πρώτη επαφή με το καινούριο βιβλίο της κ. Βαρβάρας Βαγιάκου-Βλαχοπούλου, μια επαφή-κάλεσμα στον αναγνώστη να νεύσει καταφατικά στο ερώτημα, να ακούσει αυτά που δεν ακούνε οι πολλοί.
Βίοι απλών και ταπεινών ανθρώπων, από το παρελθόν και το παρόν, οι περισσότεροι δανεισμένοι από τη γενέθλια γη , βίοι που η συγγραφέας και η μνήμη χάιδεψαν με τρυφερότητα, βίοι ιδιαίτεροι που δίνουν σημαντικότητα στο ασήμαντο και που καθώς ξετυλίγονται σμιλεύουν την προσπάθεια της δημιουργού τους να δικαιώσει την ασήμαντη φαινομενικά ζωή τους. Βίοι ελάσσονες, που αναδεικνύονται σαν μια διαπίστωση αποτυχίας, αλλά ταυτόχρονα και σαν λύτρωση από αυτήν, μία συντριβή και μια νέα ώθηση, που μετατρέπεται σε υπόσχεση για το μέλλον. Βίοι ελάσσονες, γιατί είναι βίοι ταπεινών, βίοι αφανών που υπάρχουν γύρω μας, που ζουν στο περιθώριο της προσοχής μας και δεν κινούν το βλέμμα μας παρά μόνο, όταν έρθει το τραγικό. Βίοι ελάσσονες ως προς τον βαθμό εκπλήρωσης των ονείρων τους, πρωταγωνιστές μιας καθημερινότητας σκληρής και αποκρουστικής που άλλοτε τους νικά κι άλλοτε τους εξαναγκάζει να σηματοδοτήσουν την παρουσία τους, να γίνουν επιτέλους ορατοί. Βίοι, τους οποίους η συγγραφέας ανασύρει από τις οικογενειακές ή προσωπικές της μνήμες, βίοι υποδειγματικοί για την οδυνηρά ανθρώπινη αλήθεια τους που ισοδυναμεί με εξιλέωση. Ανθρώπινοι χαρακτήρες που φεύγουν χωρίς ίχνη από μπροστά μας, ταπεινοί, αδικαίωτοι, ενίοτε και θυμωμένοι. Βίοι, τους οποίους ντύνει με λέξεις σφιχτοπλεγμένες, καλοδιαλεγμένες, αρμονικά συνδυασμένες. Η συγγραφέας επιλέγει τις λέξεις, όπως τα πετραδάκια ενός ψηφιδωτού, τα χρωματιστά τζάμια ενός βιτρώ, για να δημιουργήσει τον χώρο και τον χρόνο της αφήγησής της. Ο χώρος είναι ριζωμένος στην ύπαιθρο της Λημνιάς γης, στο θαλασσινό τοπίο, στην αστική γοητεία του Ρωμαίικου, αλλά και στην ανάλαφρη πνοή του βραδινού αέρα μέσα στα φυλλώματα, στην ανατριχίλα της αρμύρας, στις μυρωδιές και τα αρώματα του νησιού. Ο χρόνος αρπάζεται από το παρελθόν, από τα όμορφα χρόνια της νιότης και των αναμνήσεων για να δρασκελίσει τις δεκαετίες έως τη σύγχρονη εποχή, την εποχή της σύγχρονης τεχνολογίας και των τηλεοπτικών μηνυμάτων.
Ο Βασίλης, πιστός στα συναισθήματα, στις ανθρώπινες σχέσεις, στα ονείρατα κι η ξενιτεμένη Μαρούλα, με τη γλυκόπικρη γεύση της επιστροφής να αντικρίζει, να οσφραίνεται και να γεύεται όλα αυτά που υπομονετικά την περίμεναν, αλλά και να αναζητά όλα όσα δεν μπορούσαν, όσο κι αν το θελαν, να την περιμένουν. Κι ο γλάρος Ιωνάς να συνοδεύει τις μνήμες και τις στιγμές και να κουβαλά στα φτερά του τον καημό και τις μύχιες σκέψεις των ηρώων.
Η μετανάστευση και το Λενιώ, το ερωτευμένο Λενιώ, το δουλικό που απλώνει τα χέρια να αγγίξει το ανέφικτο, αφού υποκύπτει στη γοητεία του αφεντικού της και που η προδιαγεγραμμένη μοίρα της την αναγκάζει να ταξιδέψει στη μακρινή Αυστραλία, για να ικανοποιήσει την επιθυμία της οικογένειας και να κρατήσει κρυφό το ένοχο μυστικό του απαγορευμένου της έρωτα. Και μέσα από το αναστατωμένο και δυστυχισμένο Λενιώ, η προσωπική ιστορία όλων όσων αποφάσισαν το δύσκολο ταξίδι της ξενιτιάς, η μοίρα των άμοιρων, ο πόνος της μοναδικής επιλογής.
«Ανάσανε ρουφηχτά τις τελευταίες ανάσες του νησιού της. Τον λάτρευε τούτον τον αγέρα. Τον ρουφούσε κι ανασταινόταν. Θαρρείς κουβαλούσε όλα του Ελλήσποντου τα ταξίδια κι όλα τ’ αρώματα της Σμύρνης, που της έφερναν στη μύτη τα παραμύθια της γιαγιάς της και είχε φτιάξει τον δικό της πλούτο στο μικρό παιδικό της παλάτι. Όσο μεγάλωνε, τόσο πιο πολύ κατάφευγε σ΄αυτό. Και καθώς το μυαλό της γυρνούσε συνεχώς γύρω από εκείνον, οδηγήθηκε στη σκέψη πως το μόνο κοινό στοιχείο που μοιραζόταν με τον αγαπημένο της ήταν ακριβώς τούτος ο αγέρας του νησιού τους‼! Της τα΄φερε ανάποδα η ζωή. Πήγε και χτύπησε η δόλια η καρδιά της το ανέφικτο. Κι από την άλλη πού να στηριχτεί; Ένα μπαμπακοχώραφο ήταν το βιος τους όλο κι όλο. Ένα χαμόσπιτο με υποτυπώδη αξάτα, ένα πηγάδι, δυο κατσίκες. Όλο το νησί ξεσπιτωνόταν σιγά-σιγά, άλλοι στη μακρινή Αυστραλία, άλλοι στη Γερμανία. …Δεμένη απ΄όλες τις πλευρές με την καρδιά δοσμένη σ΄έναν έρωτα που το μέλλον του βάλτωσε, πριν καλά-καλά προφτάσει ν΄ανασάνει…Ο θυμός έθρευε τα νεύρα της κι αυτά τον πόνο…»
Η Κατερίνα, η περήφανη λογίστρια, που μεγάλωσε τη μικρή Νατάσα με την προσμονή της κούκλας από την Αμερική και τα παιχνίδια της ζωής που κάνουν τους δυνατούς αδύνατους και τους εγκαταλελειμμένους πραγματικούς αγωνιστές και νικητές του στοιχήματος.
Ο Στέφανος και η κυρά Φανή, που άφησαν την τενεκεδένια παράγκα τους στις όχθες του Κηφισού και μετακόμισαν σε διαμέρισμα με αιρ κοντίσιον, εκεί που δε θα φοβούνται πια τις δόσεις βροχής που στέλνει ο Θεός κι ο Δημήτρης, ο ΔΑΣΚΑΛΟΣ, με όλα τα γράμματα κεφαλαία, για να ελπίζουν κι οι απελπισμένοι.
Ο μοιραίος της ζωής Λεωνίδας, ο μοναχικός και άξεστος, ο ακοινώνητος και άδακρυς, που έγινε πιόνι στην παρτίδα της ζωής και δεν περίσσεψε γι΄αυτόν ούτε λίγο κοκκινόχωμα από τη χθεσινή βροχή.
«Η διαδρομή του Λεωνίδα ήταν πράγματι σκληρή. Είχε μεγαλώσει σε ίδρυμα. Όταν βγήκε από κει, είχε ήδη μισήσει τη ζωή. Επιθυμούσε να κρυφτεί από την άγρια ματιά του ήλιου.
Κανένα χάδι δε φρόντισε να του την ελαφρύνει, να του την κανακέψει. Η μάνα του τον είχε αφήσει μωράκι και δεν ξαναεμφανίστηκε ποτέ της. Ούτε ποτέ κανένας ζήτησε να τον υιοθετήσει. Μεγάλωνε ερήμην του εαυτού του. Ενδιαφέρον κανένα, συγκίνηση καμιά, ούτε χαράς ούτε λύπης. Όταν δεν υπάρχουν αντικρουόμενα συναισθήματα, πώς να νιώσεις τη χαρά και πώς τη λύπη; Αν δεν έχεις πετάξει ποτέ σου χαρταετό, τι τον θες τον ουρανό, τι το θες το μελτεμάκι.
Δάκρυ δε γνώριζε τι θα πει. Ούτε καν λαθραίο. Σαν να γεννήθηκε χωρίς δακρυγόνους αδένες. Ένα τίποτα στο λήθαργο μιας αδιέξοδης νωθρότητας. Μιας αδιέξοδης πλάνης, που δεν αναζητούσε έξοδο σκασιαρχείου. Ούτε καν τον απασχολούσε. Κοιμόταν, ξυπνούσε, η αγκαλιά του άδεια από αγάπη, πόσο μάλλον από φαντασία.»
Ο τυφλός Γρηγόρης, «η Πενταρούλα» κι ο μουγγός Αποστόλης, ο σαλιάρης, χτυπημένοι από τη μοίρα, αλλά κι από την ανθρώπινη αναλγησία που νιώθει δυνατή, όταν επιβάλλεται στους αδύναμους και συνθλίβει συναισθήματα, κάνοντας την σκληρή πραγματικότητα κυριολεκτικά αβίωτη.
«Ήταν μουγγός από γεννησιμιού του, ο δόλιος και στην προσπάθειά του να νοηματοδοτήσει έβγαζε άναρθρες κραυγές και τα σάλια του μούσκευαν τα΄αποφόρια που σκέπαζαν το ραχιτικό κορμί του. Ίσως απ΄τα βάθη της ψυχής του να επιθυμούσε να ήταν και κουφός, κωφάλαλος που λένε. Έτσι, δε θ΄άκουγε τους εμπαιγμούς των «λαλίστατων» οι οποίοι είχαν το βίτσιο να τον ενοχλούν και να γίνουν οι μαύρες του σκιές.
Αυτοί που κρύβονταν πίσω από τοίχους και χαλάσματα και του ξεφώνιζαν, όσο γινόταν πιο δυνατά για να τους ακούσουν ανερυθρίαστα οι ίδιοι τους οι εαυτοί και να νιώσουν τι; Αλήθεια…τι;»
Θα ήταν άδικο, όμως, να περιοριστούμε στις αγιογραφίες των ελασσόνων που εξαγνίζουν την ψυχή αποκαλύπτοντας την ευαισθησία και το συναίσθημα που φωλιάζουν στις ψυχές αυτών που οι υπόλοιποι, με το προσωπείο των «μειζόνων» άλλοτε κογιονάρουμε, άλλοτε πετροβολούμε κι άλλοτε προσπερνάμε αδιάφορα. Η συγγραφέας μέσα από τα παιχνίδια της μοίρας, τον καθημερινό αγώνα της ζωής, το επιστημονικό που συναντά το υπερβατικό, μέσα από την πίστη και τη δύναμη θέλει συχνά να αφήσει την ελπίδα να ξεπηδήσει μέσα από το σεντούκι των συμφορών και της απελπισίας.
Η Άνοιξη και η επίδρασή της στην ψυχολογία της νεαρής ασθενούς, η επιθυμία για ζωή και η νίκη του φόβου και της κατάθλιψης, οι παλμοί της μεταμοσχευμένης καρδιάς που χτυπούν ρυθμικά και δίνουν πνοή όχι μόνο στο λήπτη, αλλά και στους αρνητές της θλιβερής πραγματικότητας, η δύναμη της Ελένης, και κάθε Λένης, που με όπλο τη μητρότητα νικά την αρρώστια κι ορκίζεται να χορταστεί με τη ζωή και το παιδί της. Ιστορίες καθημερινές, ιστορίες που θα μπορούσαν να έχουν αντιγραφεί από το προσωπικά μας ημερολόγιο, εσείς, εγώ και η συγγραφέας σε παιχνίδια της ζωής και του νου.
Και μέσα σε όλα αυτά, η διαδοχή των εποχών. Κατοχή, εμφύλιος, μετανάστευση, Συρία, Αφγανιστάν, κοινωνικά δίκτυα. Οι άνθρωποι πάντα ίδιοι, ταυτόχρονα πρωταγωνιστές και κομπάρσοι. Η χαρά κι η λύπη ανταμώνουν σε κάθε εποχή και συνθέτουν το σκηνικό.
«Εκείνο το πρωινό το κοριτσάκι φόρεσε ένα μόνο φιόγκο στα μαλλάκια του, τράβηξε την ξύλινη πόρτα και ξεμύτισε μόνο του προς το γυαλό. Ψιτ.. ψιτ ακούστηκε από ψηλά. Σήκωσε το κεφαλάκι του κι αντίκρισε τον ξένο στρατιώτη να στέλνει πάνω του μια βροχή χρυσαφένιες σοκολάτες κι έναν φιόγκο που προσγειώθηκε σιγά-σιγά στο έδαφος με πέταγμα πεταλούδας. Ήταν ο δικός της. Ο χθεσινός. Ο τσαλαπατημένος. «Όλα ντικά σου είπε…γρήηηγορα μαμά σου». Η Βαρβαρούλα έπιασε τον ποδόγυρο από το φορεματάκι της, τον ανασήκωσε να γίνει φωλίτσα, τον γέμισε με σοκολάτες και μια πεταλούδα. Γύρισε αριστερά, γύρισε δεξιά , ευτυχώς ήταν όλοι τους στο σχολείο τέτοια ώρα. Δεν κινδύνευε από τα αρπακτικά. Έτρεχε και πρόσεχε μην της ξεφύγει κάτι από το θησαυρό της. …Άραγε τι γεύση να έχουν οι σοκολάτες; Βιάζονταν να μπει στο σπίτι της να τις δοκιμάσει. «Τη μεγάλη Παρασκευή δεν τη νηστεύουμε την τσικολάτα, κοκόνα μου» της είπε η Νόνα της αργότερα. Είναι η στερημένη γεύση της Κατοχής. Είναι η γλυκιά γεύση που κανένας πόλεμος δε δικαιούται να στερεί από τα παιδιά. Ψιτ, Ψιτ…ακούει κανείς;»
Ένα μεγάλο μέρος του βιβλίου κατέχουν τα Χριστούγεννα. Οι χριστουγεννιάτικες ιστορίες διαδέχονται η μία την άλλη, αποτελούν το κάδρο και γεννούν αγγέλους, αγγέλους της λύτρωσης, αγγέλους της κάθαρσης, αγγέλους της ζωής. Η Κουμουσινιώ,ο Κωνσταντής κι ο Σταύρος, η κυρά Φανή κι η Αισέ, ο Αποστόλης, η Μαριορή κι ο Νικολής, οι Αγιάννηδες της ζωής πιστεύουν βαθιά μέσα τους πως ένας Θεός γεννιέται τα Χριστούγεννα για τον καθένα. «Μωάμεθ, Βούδας ή Χριστός δεν έχει σημασία. Όποιος και να΄ναι αυτοί είναι έτοιμοι να προσκυνήσουν τις φασκιές του».
Ο αναγνώστης με ευκολία εντοπίζει τα έντονα αυτοβιογραφικά στοιχεία της ζωής της δημιουργού που αποτυπώνουν το εύρος και τη δύναμη των συναισθημάτων, την αφοσίωση, το ολόψυχο δόσιμο στους αγαπημένους της. Τα αντικείμενα αποκτούν υπόσταση, έχουν τη δική τους σημασία στο χωροχρόνο και γίνονται ένα με τους πρωταγωνιστές: ο καθρέφτης, το φλουρί, το μικρό τετζερέδι, το μωσαϊκό, όλα έχουν τη θέση τους στη ζωή των ηρώων, των προσωπείων, των ιστοριών και αγγίζουν ευαίσθητες χορδές της μνήμης, άλλοτε χαϊδεύοντας κι άλλοτε γρατζουνώντας την ψυχή. Θυμάμαι…θυμάσαι…θυμόμαστε. Η γραφή της δημιουργού ακουμπά στο παρελθόν κι απλώνεται στο παρόν, στο δικό της και του αναγνώστη. Οι εικόνες, τα αρώματα, οι ήχοι παρασύρουν. Η αρχή ανταμώνει το τέλος του κάθε διηγήματος και συμπυκνώνει το συναίσθημα.
«Η αυλαία έπεσε μέσα στην αυταπάτη.
Το παραβάν δεν τραβήχτηκε ποτέ. Τα δάκρυά της χαράκωναν τα ωχρά της πλέον μάγουλα. Δεν είχε τη δύναμη να τα σκουπίσει. Ήταν η θυσία στον χαμένο της έρωτα.
Έκλεισε το παντζούρι. Το φεγγάρι συνέχισε να ζωγραφίζει τη νύχτα. Δεν είχε λόγο να το ντρέπεται πιά…»
Ψιτ, ψιτ…Ακούει κανείς;
Παπαπαναγιώτου Μαρια,
Φιλόλογος