«ΣΑ’ ΜΠΑΝ ΣΑ’ ΓΚΑΤ»

Δημοσιεύθηκε: 8 Μαΐου - 7 Αυγούστου 2013 | Εφημερίδα "Λήμνος"

 
«Ο μοναδικός τρόπος να ξεπεράσεις την πατρίδα σου, είναι να ξεπεράσεις τον εαυτό σου»
Πειράζει που εγώ δε θέλησα ποτέ να ξεπεράσω τον εαυτό μου;  Ή, πιο εύστοχα, ρωτώ: υπάρχει Λημνιός που θέλει να ξεπεράσει τη Λήμνο;  Προδοσία μου φαντάζει το ξεπέρασμα.  «Σα’ μπάν σα’ γκατ» της Αγοράς θα επιχειρήσω να σας πάω.  Δε στοχεύω σε ιστορικές καταχωρήσεις.  Άλλωστε, στη μνήμη μου θα βασιστώ – που ξεκινά απ΄ το τέλος της δεκαετίας του ’40 μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’50.
«Αυτά που αγαπάς αντέχουν, τα υπόλοιπα είναι εφήμερα» έλεγε ο Έμερσον.  Ο στόχος λοιπόν είναι εγωκεντρικός.  Ξεκινά από μέσα μου και καταλήγει στη λύτρωση.  Τον εαυτό μου επιχειρώ να ευχαριστήσω, ακριβώς γιατί μισός αιώνας και, δεν κατάφερε να με κάνει να τον ξεπεράσω και, καθώς η ματιά μου απορρίπτει τον χρυσομπογιαντισμένο εκχυδαϊσμό της παράδοσης που θυσιάστηκε στο βωμό των δήθεν αναπαλαιώσεων, εγώ την αναποδογυρίζω μέσα μου και ενδοσκοπώ.
Μπορεί σε άλλους να έρπει το παρελθόν, σε ‘μένα χοροπηδά.  Σαν κοπαδιαστά γλαρόνια οι μνήμες κρώζουν μέσα μου αναζητώντας τη λύτρωση.  Ίσως γιατί ποτέ μου δεν τις άφησα να ξεθωριάσουν.  Τις περιφρουρούσα και τις κανάκευα και να τώρα...  σε κάθε ενδοσκόπηση αυτές ανθίζουν.
Συχνά καταφεύγω σε τέτοιες ενδοσκοπήσεις.  Επαναστατώ στη ρουτίνα, δυναμώνω τις ανάσες μου για να μου φτάσουν και γίνομαι άνεμος...  Ποιος ξέρει γιατί...;  ίσως για να απολαύσω το τέλος.  Αυτό το «προς τα πάνω προς τα κάτω» της Αγοράς του Κάστρου που μέσα στην εν λόγω δεκαετία μετονομάστηκε Μύρινα, συγκεκριμένα το 1955, ταξίδι θέλω να το ονομάσω.  Ταξίδι «Σα’ μπάν σα’ γκατ» στο χρόνο, με την ελπίδα οι παλαιότεροι να το αρμενίσουν μαζί μου. Στους νεώτερους που θα θελήσουν να ακολουθήσουν την αρμενάδα μας υπόσχομαι, αν μη τι άλλο, να τους θυμήσω τις ρίζες τους.  Οι μορφές των παππούδων τους, ίσως και προπαππούδων τους, σίγουρα των πατεράδων τους και γενικώς των συγγενών τους, θα ξεπηδήσουν μπροστά μας και θα μας διανθίσουν το ταξίδι.  Μια περιήγηση στο παρελθόν θα κάνουμε.  Ίσως μερικοί και να συγκινηθούν.  Οπωσδήποτε όμως θα ενημερωθούν σε ότι αφορούσε τη ζωή και το όποιο σφρίγος μιας μεταπολεμικής Αγοράς που προσπαθούσε να μεταλλάξει το βογκητό της ζωής, στη λυτρωτική ανάσα που απέπνεε ένα πατσαβουριασμένο μπακαλοτέφτερο.  Μιας Αγοράς που τάιζε τους πελάτες της με χρωστούμενες μπουκιές.  Βερεσέ.  Μιας Αγοράς που προσπαθούσε να προσφέρει στις κουρσεμένες, απ’ τον πόλεμο και τον ανταρτοπόλεμο που μαίνονταν ακόμη ψυχές, τους χαμένους θησαυρούς της.  Και θησαυρός τότε μπορούσε να ήταν για έναν οικογενειάρχη το καθαρό μητρώο.  Το μη φακέλωμα στην αστυνομία δηλαδή, αλλά και ένας τενεκές θρεψίνη ή ελιές, ή ένα σφαχτάρι κρεμασμένο στο τσιγκέλι για να θρέψει τα πεινασμένα της ευρύτερης οικογένειας στόματα.
Για ‘μας τα παιδιά, θησαυρός αναμφισβήτητα ήταν, μια φέτα ζυμωτό ψωμί πασπαλισμένο ζάχαρη ή θρεψίνη, μια χούφτα ελιές, ένα κομμάτι χαλβάς, πέντε γκντιρίδια «χαρούπια» σκουληκιασμένα, ένα κωνοειδές κατακόκκινο γλειφιτζούρι με αγκαθωτή ξύλινη λαβή, πέντε σβώλοι και ένας γκαζάς ή μια πλαστική με πολύχρωμες γραμμώσεις μπάλα που ήρθε να αντικαταστήσει την πάνινη.  Το ταξίδι μας θα γίνει στο χρόνο και θα συμπεριλάβει όλες τις εποχές του.  Θα γίνει μια μέρα καθημερινή.  Τότε που η Αγορά φλυαρούσε, μιλούσε, κραύγαζε.  Θα ανακατευτούμε στην πολυχρωμία και την πανσπερμία της.  Θα συναντήσουμε τους μαγαζάτορες, τον χειμώνα μέσα στα μαγαζιά τους δίπλα στο μαγκάλι, να περιμένουν τον κουκουλωμένο πελάτη, και την άνοιξη στις εξώπορτες να τεντώνονται για να διώξουν τη νωχελικότητα και το μούδιασμα του χειμώνα. Το καλοκαίρι να διαλαλούν τα εμπορεύματά τους καταμεσής της Αγοράς και το φθινόπωρο να σοδιάζουν υπομονή για να βγάλουν τον χειμώνα απευχόμενοι να ‘ναι βαρύς.  Θα ακούσουμε τους ντελάληδες να διαλαλούν, θα μυρίσουμε τον ίδρω των χαμάληδων που σπρώχνουν τα χειροκίνητα μεταφορικά τους μέσα, θα νιώσουμε την ανάγκη να ανταποκριθούμε στην επαιτεία των ζητιάνων και θα απολαύσουμε τους τύπους Της να την περνοδιαβαίνουν και να αφήνουν τη σφραγίδα τους πειράζοντες και πειραζόμενοι από τους μαγαζάτορες.  Και μαγαζάτορας ίσον έμπορας.  Και έμπορας ίσον σπίθα...
Τις Κυριακές μπορεί να φορούσαμε τα καλά μας αλλά το «Σα’ μπάν σα’ γκατ» ήταν μονότονο για να περάσει η ώρα.  Τότε, και τον χειμώνα ακόμα, πηγαινοερχόμασταν κοπαδιαστές, πάνω κάτω της Αγοράς, στη λεγόμενη βόλτα.  Τη μονοτονία έσπαζε το τσακ τσουκ του πασατέμπο.  Την άνοιξη και το καλοκαίρι ο ερχομός του καραβιού στις 6 κάθε Κυριακή μας μάζευε στο λιμάνι να χαζεύουμε.  Χαιρετισμούς γιομάτα τα μαντήλια, κουνιόταν ανάμεσα στεριάς και θάλασσας και μάτωναν ψυχές.  Νέες ψυχές που σκόνταφταν στο αδιέξοδο.  Και καθώς κάθε αδιέξοδο σε βγάζει στη ζωή, την αναζητούσαν στο ταξίδι... στην ξενιτιά. Ζωή ίσον ξενιτιά για την εποχή.  Έτσι αγέρας φούσκωνε το μεσιανό πανί της προσωπικής τους μπρατσέρας, έπαιρναν το τιμόνι στα χέρια τους και νάτοι καπεταναίοι και καπετάνισσες, μεταγγισμένοι με τις ευχές και τις ορμηνίες των γονιών τους, κουνούν το μαντήλι στις γέρικες ψυχές που μένουν καταδικασμένες να μετρούν τις ανάσες τους πάνω στο μουράγιο με το ερώτημα στα χείλη αν θα ‘ρθει ποτέ ξανά η σμίξη.
Στερημένο το νησί από τις ανάσες του μπήκε στην εντατική για δυο δεκαετίες περίπου.
 
Αγορά σήμερα λογίζεται απ’ το γιοφύρι του 1ου Δημοτικού ως το λιμάνι.
Θα την πάρουμε λοιπόν ζερβόδεξα απ΄ το ποτάμι.  Θα αρχίσουμε απ’ το «σα γκατ» προς τα κάτω δηλαδή.  Γιατί σαν παιδί του Ρωμαίικου εγώ, έτσι την έπαιρνα.
Καθ΄ οδόν θα ανακαλύψουμε πως η Αγορά άρχιζε τότε απ’ του Σαράντη τον φούρνο και το στενό που οδηγεί στο Τερέν.  Τώρα έχει επεκταθεί μέχρι τον ποταμό και από εδώ θα αρχίσω.  Θα προσπαθήσω μ’ ένα καλό μοντάζ να την αρμολογήσω στη σκέψη μου όπως ήταν τότε και να σας την περπατήσω.  Αν υπάρξουν παραλήψεις συγχωρέστε με.
Το γιοφύρι αυτό τότε το λέγαμε Γιοφύρι του ΠαπΑντροκλή.  Ένα κοντόσπιτο γωνιακό πριν απ΄ το γιοφύρι, στη δεξιά πλευρά όπως κατεβαίνουμε απ’ το Αντρώνι ήταν το σπίτι του ιερέα Αντροκλή και από εκεί πήρε το όνομά του.
Το γιοφύρι αριστερά δεξιά ήταν «περιφρουρημένο» με δυο σιδερένιους μασίφ χοντροσωλήνες βαμμένους με πράσινη λαδομπογιά.  Ήταν ανασφαλέστατο, μπορούσες ανά πάσα στιγμή σαν απρόσεκτο παιδί να βρεθείς στα παγερά χειμωνιάτικα νερά του και να παρασυρθείς στην εκβολή του στον Ρωμαίικο Γιαλό.  Έτρεχε το ποτάμι τότε.  Το φθινόπωρο μάλιστα του 1952 πλημμύρισε και η ορμή του έσπρωξε τα νερά και τις λάσπες του σε όλα τα τριγύρω σπίτια μέχρι και την περβόλα, αχρηστεύοντας ισόγεια και κατώγια.  Με τα πρωτοβρόχια να νερά του έτρεχαν θολά, έως καφετιά θα έλεγα, γιατί παρέσυραν ξεροχώματα, ακόμα και ξερόκλαδα, και όλα τα καλοκαιρινά απομεινάρια –ευτυχώς πλαστικές σακούλες δεν υπήρχαν τότε-.  Προς τον Μάρτη τα νερά γαργάριζαν και παρέσυραν τα κοπανέρια των βατράχων.  Το καλοκαίρι στέρευαν και όσα κοπανέρια γλίτωναν εξελίσσονταν σε βατράχια, φώλιαζαν στα πλαϊνά τοιχώματα των εκβολών του και τα κουάξ κουάξ τους ανακατεύονταν με τα βραδινά μας όνειρα τις καλοκαιρινές νύχτες.
Σαν περάσουμε το γιοφύρι, το πρώτο σπίτι αριστερά ήταν και είναι ένα μικρό δίπατο με τρία σκαλιά.  Ήταν το σπίτι που έμενε με ενοίκιο η οικογένεια Τσακίρη.  Ο κύριος Χρήστος ήταν ένας πολύ καλός άνθρωπος, ψηλός, επιβλητικός, με φαρδομπάτζακα παντελόνια και χαμόγελο στεφανωμένο από ένα παχύ μουστάκι.  Ταμίας της Εθνικής Τράπεζας ο κυρ’ Χρήστος, δίχως άλλο φάνταζε ισχύ πίσω από το γκισέ του.  Άχρηστη βέβαια για την εποχή η σωματική δύναμη ενός ταμία.  Η λέξη ληστεία ήταν απλώς μια απλή του λεξικού λέξη.
Απέναντι, στη δεξιά πλευρά ένας χέρσος χώρος απεριόριστος, χορταριασμένος, παιδότοπος μας έμοιαζε και τον χρησιμοποιούσαμε.  Στο βάθος τρία ψηλοκρεμαστά σπίτια, τριώροφα, το ένα της Μαργαρίτας Πολυταρίδου, που η κόρη της Βαγγέλα πρωτοτυπούσε κυκλοφορώντας με ποδήλατο την εποχή εκείνη και ήταν η μόνη γυναίκα κυνηγός. Το δεύτερο κάποιας Ξυνογαλάδενας και ένα τρίτο που έμενε η οικογένεια Τιγάνη.  Δεκαετία ’40 όλα αυτά.
Περνώντας πάλι στην αριστερή πλευρά, δίπλα στου Τσακίρη, θα συναντήσουμε μια σούδα και αμέσως μετά το διώροφο του Γκίκα.  Ήταν μέχρι τη μέση πετρόχτιστο και από το μπαλκόνι και πάνω τσατμάς.  Τα περισσότερα σπίτια ήταν από τσατμά τότε.  Ο Παναγιώτης Γκίκας ήταν παιδίατρος-σχολίατρος, έμενε εκεί με την οικογένειά του μέχρι το 1950, μετά μετακόμισε στην Αθήνα.  Ένας γλυκύτατος κοντόλεπτος άνθρωπος με χιούμορ.  Η γυναίκα του Καλλιρρόη, αξέχαστη σε όλους μας για τη γλυκύτητά της και τη συλλαβοσταράτη ομιλία.  Τρία τα διαμάντια της.  Ο πασίγνωστος Παύλος, η Όλγα και ο Τάκης.  Δίπλα ακριβώς υπήρχε ένα οικόπεδο πετροφραγμένο που έβοσκαν οι κότες της κυρά Καλλιρρόης, και συνόρευε με το γωνιακό σπίτι της Βαλσαμίδαινας, της κυρά Ελένης.  Χήρα διδασκάλου με πολλά παιδιά, πολλά κιλά, φοβερό χιούμορ και αυτοσαρκασμό.  Ένα γωνιακό παράθυρο, καγκελοφραγμένο, είχε φάτσα το δρόμο και η αφράτη φιγούρα της κυρά ‘Λένης πίσω απ΄ τα κάγκελα να πλέκει νταντέλες, ήταν κάτι που περίμενες να συναντήσεις στο δρόμο σου προς την εκκλησιά.  Γιατί σύρριζα περνούσε ο χωματόδρομος που συντόμευε το δρόμο για την Αγιά Τριάδα και στο σημείο εκείνο σχημάτιζε μια μόνιμη λασπουριά τον χειμώνα.  Αν ξαναγυρίσουμε δεξιά, το πρώτο γωνιακό σπίτι, ήταν ένα πολύ παλιό με ξύλινα γκρίζα παντζούρια.  Εκεί έμενε ο κυρ’ Βασίλης ο Τζάτζαλος με την οικογένειά του.
Αμέσως μετά υψώνονταν ένα ιδιόρρυθμο πετρόκτιστο, το σπίτι της κυρά Μαντούλας, το σημερινό, άριστα αναπαλαιωμένο, Κωνσταντακέλλικο.  Δίπλα ακριβώς το διώροφο του Βαγγέλη Βασιλειάδη.  Φαρμακοποιός ήταν ο Βαγγέλης με γυναίκα την κυρά Φωτεινούλα, πεθερά την κυρία Σοφία και παιδιά την Ανθούλα, τη Σοφούλα και τον Θέμη.  Το λεβεντόπαιδο Βαγγέλη, το ορέχτηκε ο θάνατος και στα σαράντα του το πήρε και βύθισε την οικογένειά του στα μαύρα.  Αυτή η μαυρίλα, σημάδεψε τη ζωή μου, όπως και όλων των παιδιών της εποχής μας, γιατί ήμασταν φίλες με τα κορίτσια του και ζούσαμε το πένθος τους.  Η κηδεία του λαϊκό προσκύνημα.  Όλο το Κάστρο ήταν εκεί.  Είχε κατεβάσει πλερέζες όλο το νησί.
Δίπλα στου Βασιλειάδη υπήρχε ένα χάλασμα μετά ένα χαμηλόσπιτο γκριζωπό που έμενε η οικογένεια Κωνσταντινίδου.  Μετά ήταν το σπίτι του Καρνίκ.  Ένα μονόπατο με παραθύρι λουλουδιαστό και με κόρες μοδίστρες.  Αυτά όλα τα χαλάσματα γκρεμίστηκαν και το 1953 χτίστηκε το σπίτι του Γιώργου Καραβία με γυναίκα την αξέχαστη κυρά Δεσποινούλα και κόρη την καλοσυνάτη Μαρία, την άφθαστη νοικοκυρά που κρατά την αρχοντιά της οικογένειας ακόμα.  Το σπίτι αυτό στόλισε το χώρο με μια πιο σύγχρονη αρχιτεκτονική που μετέτρεπε πια τα μπαλκόνια σε πλατιές βεράντες.  Είναι ακριβώς απέναντι από το σταθμό των λεωφορείων.  Δίπλα, το παραδοσιακό της Ελένης Παλαιολόγου με τ’ ασπροκεντημένα κουρτινάκια στα παραθύρια στολίζει ακόμα με την κομψότητα της τότε εποχής.  Τότε έμενε εκεί ο καθηγητής μας Μάντζαρης.
Στοπ...  γυρνάμε στην αριστερή πλευρά.  Εκεί που αφήσαμε τη Βαλσαμίδαινα να διαφεντεύει τη θέα του δρόμου πλέκοντας δαντέλα πίσω από το παραθύρι της.  Απέναντί της, πάντα αριστερά, ένα δίπατο πετρόχτιστο αρχοντικό, ίσαμε τώρα καλά συντηρημένο, επιβάλλονταν από τότε στο χώρο.  Είναι το σπίτι του Καρτσακλή.  Βαθυπράσινα κυματιστά πατζούρια και πόρτα ξύλινη με χρυσαφί ρόπτρο στολισμένη.  Φαίνονταν πάντα νυσταγμένο τούτο το σπίτι.  Το σκίαζε το διπλανό που προεξείχε του δρόμου.  Η προεξοχή του σχημάτιζε και σχηματίζει ακόμα έναν υγρό κηπάκο γεμάτο ορτανσίες και ασπρόπαπιες.  Ήταν το πρώτο σπίτι που χτυπούσαμε τη Μεγάλη Παρασκευή για να πάρουμε τα λουλούδια του για τον Επιτάφιο και η κυρία Έλλη μας τα έδινε πάντα με ευχαρίστηση.  Ο κύριος Καρτσακλής ήταν μια αρχοντική αθόρυβη παρουσία στην κοινωνία του νησιού, υπάλληλος τότε της Εθνικής, μετέπειτα διευθυντής.
Το διπλανό τρίπατο, με τρία ή τέσσερα πέτρινα σκαλιά στην είσοδο, στέγαζε μια από τις αξιολογότερες οικογένειες του νησιού.  Σήμερα είναι ιδιοκτησία Κοτζαμάνογλου, με το ισόγειο να ακούει... Super Market Αμάλθεια.  Ήταν η οικογένεια του κυρίου Ηλία Ντόντου.  Ο κύριος Ηλίας ήταν ο επιχειρηματίας που άφησε εποχή.  Μεσαίου αναστήματος, καλοδεμένος με τετράγωνο πρόσωπο, μαυροσκελετωμένα γυαλιά, γκρενά γιλέκο κάτω από το σακάκι και ρεμπούμπλικο γκρι για τον Χειμώνα.  Ένα μπαστούνι τον βοηθούσε.  Πολλές φορές όμως αρνιόταν τη βοήθειά του και το στριφογύριζε χαριτωμένα στον αέρα.  Το «Φως» του Κάστρου ήταν αυτός... κυριολεκτώ... είχε την ηλεκτρική εταιρεία δική του πριν από τη ΔΕΗ.  Είχε και το εργοστάσιο παραγωγής πάγου και μας τροφοδοτούσε καθημερινά ψύξη για τα ψυγεία μας.  Όσοι τα είχαμε.  Ένα χειροκίνητο τετράτροχο καρότσι, που το οδηγούσε ο Τζώνης, σταμάταγε κάθε πρωί έξω από κάθε σπίτι που διέθετε ψυγείο, -ήξερε αυτός-.  Σου χτύπαγε την πόρτα, φώναζε «ο πάγοοος» σου άφηνε στο κατώφλι μια κολώνα, και εσύ που ήσουν σε επιφυλακή και τον περίμενες, κατέβαινες με ένα τσουβαλένιο κουρελόπανο, τον έπαιρνες και τον τοποθετούσες στο ψυγείο να σου κάνει το νερό κρύσταλλο, τόσο που να θολώνει το ποτήρι.
Στοπ.  Η πόρτα του Ντοντέικου ανοιχτή.  Ο αρχοντοζητιάνος του Κάστρου, ο Παράσχος, με λιγδωμένο μαυροσάκκακο, χαλαρό παπιγιόν και ρεμπούμπλικο σκουροφαγωμένο, βουλιαγμένο ως τα φρύδια, κάθεται στο μεσόσκαλο και τραγουδά «Από ξένον τόπον και από μακρυνόν ήρθε ένα κορίτσι φως μου δώδεκα χρονών, είχε μαύρα μάτια και σγουρά μαλλιά κι είχε και στα στήθη φως μου μια πορτοκαλιά, που ‘κανε λεμόνια και μερίζανε και τα παλικάρια φως μου την τρογερίζανε τραλαλά τραλαλά».  Ήταν το σουξέ του αυτό.  Το τραγουδούσε δείχνοντας την ευγνωμοσύνη του σ’ αυτούς που του προσέφεραν.  Η καταγωγή του ήταν αριστοκρατική αλλά η ρημάδα η ζωή σε μια στροφή της, τον πέταξε έξω, και τον ανάγκασε να ζητιανεύει.  Λέγεται πως το οικόπεδο που κτίστηκε το νοσοκομείο ήταν της οικογένειάς του που το προσέφερε γι΄ αυτή τη δουλειά.  Ήξερε που πήγαινε για ζητιανιά.  Και τούτο το σπίτι ήταν της προσφοράς.  Η κυρία Ντόντου υπηρετούσε χρόνια πρόεδρος στο Σωματείο της Φιλοπτώχου.  Ήταν η ίδια άνθρωπος του Θεού καθώς και η κόρη της Πατρούλα που ξεχώριζε για την απλότητα και τη σεμνότητά της.  Ο μεγάλος γιος, ο πασίγνωστος Δημήτρης, ήταν η χαρά της Αγοράς, του Κρύσταλλου και του Παλημνιακού τον οποίο υπηρέτησε για χρόνια Πρόεδρός του και οικονομικός υποστηρικτής.  Και ο μικρός Κωστάκης, ποδοσφαιριστής τότε του Παλημνιακού, πριν τον απορροφήσουν οι σπουδές του, ξεχώριζε πάντα για την καλοσύνη του, την κοινωνική του ευαισθησία και το πηγαίο χιούμορ του.
Δίπλα στο αρχοντικό του Ντόντου υπήρχε μια σούδα και αμέσως μετά ένα τρίπατο, «εδώ πατώ και εκεί βρίσκομαι».  Εκεί έμεναν οι αδερφές Παντερμαλή, Κούλα και Ελένη.  Όταν ανοίχτηκε η περβόλα το σπίτι αυτό κατεδαφίστηκε.  Μπρος στη φάτσα της περβόλας υπήρχε ένα χάλασμα.  Με τον καιρό τα κατεδαφισμένα υλικά και η φύση, σχημάτισαν εκεί έναν λοφίσκο.  Πάνω του φύτρωναν πικραγγουριές.  Με τα πρωτοβρόχια χορτάριαζε προκλητικά και μας τραβούσε σαν μαγνήτης εμάς, παιδάκια τότε προσχολικής ηλικίας.  Παίζαμε «σπιτάκια» εκεί.  Όταν οι μανάδες μας μας έψαχναν ήξεραν που θα μας βρουν.
Στο τέλος της δεκαετίας του ’40 η πλατεία παραδόθηκε στο ΚΤΕΛ και έτσι, τα ιδιόκτητα τότε λεωφορεία του Τάρου απ’ τον Μούδρο, τον Αρχοντίδων απ’ την Ατσική, των Χαψίδων απ’ το Λιβαδοχώρι, του Ευριπίδη Κρικελαϊδη απ’ το Πορτιανού, του Μπαλτζή απ’ το Κοτοπούλι -αυτά θυμάμαι εγώ-, ξεκίναγαν απ΄ τις αφετηρίες τους στις έξι το πρωί έφερναν γύρω τα 36 της Λήμνου χωριά, και στις οκτώ έφθαναν στο Κάστρο, ύστερα από δυο ώρες περιπέτεια στους χωματόδρομους του νησιού, αδιάβατοι πολλές φορές τον χειμώνα από τη λασπουριά.  Η σκεπή τους ήταν περιφρουρημένη με κοντό καγκελάκι για να στοιβάζουν εκεί τα καλάθια των μαθητών που νοίκιαζαν δωμάτια στο Κάστρο και περίμεναν το φαγητό μεσ’ στο αλουμινένιο συφερτάσι, καλά τοποθετημένο στο καλάθι, με την υφαντοπετσέτα για καπάκι και το όνομα του παιδιού στο χαρτονάκι που κρέμονταν στο χερούλι του καλαθιού.  Στις δυο το καλάθι επέστρεφε στο ΚΤΕΛ άδειο, φορτώνονταν στη σκεπή του λεωφορείου και επέστρεφε στο χωριό για να ξαναγεμίσει και να ξανακάμει αύριο την ίδια διαδρομή.  Το Σάββατο το φαγητό ήταν διπλό.  Έπρεπε να καλύψει και την Κυριακή, γιατί την Κυριακή τα λεωφορεία αργούσαν.  Τι να κάμνει ο κόσμος την Κυριακή στο Κάστρο αφού τα μαγαζιά και οι υπηρεσίες ήταν κλειστά;
Τα παιδιά στα χωριά τους πήγαιναν μόνο Χριστούγεννα, Πάσχα και Αποκριές.
 
 
Αρχές λοιπόν της δεκαετίας του ’50 ο λοφίσκος είχε ξεριζωθεί και στη θέση του ο τότε δήμαρχος Καραβίας, έστησε ένα μικρό στοργικό παρκάκι που συμπλήρωνε τη ζεστασιά του από το θρόισμα των πάμπολλων πλατανιών της «περβόλας».  Ο σταθμός των λεωφορείων το πρωί σφάδαζε από ζωή και χρώματα, μετά τις δυο που τα λεωφορεία έφευγαν έπεφτε σε μελαγχολία ως να νυστάξει, να μαζέψουν τα πλατάνια στις φωλιές τους ενοίκους τους και καθώς εκείνοι έγραφαν στα πλατανόφυλλα τις παρτιτούρες τους η πλατεία βυθίζονταν στον ύπνο, θεοσκότεινη τότε.  Ένα αμυδρό φως σε στύλο της ηλεκτρικής εταιρείας στη γωνιά του σπιτιού του Πηρουνάκη, που τότε άρχιζε να χτίζεται, δηλαδή ’52 – ’53, αχνόφεγγε στο στενό που το λοξοπερπατούσες για να βγεις με διάφορους ελιγμούς στον καροτσόδρομο.
Τα τσιμέντα στην «περβόλα» έπεσαν επί χούντας, τότε που εντελώς απερίσκεπτα και καταστροφικά έκοψαν τα πανέμορφα πλατάνια και τη γύμνωσαν εντελώς ούτως ώστε να χτυπά ο ήλιος το τσιμέντο και να την κάμνει κόλαση.  Τόσα «κορμιά» στο βωμό του εκσυγχρονισμού, γιατί για ‘μας τα «σεβαστά πλατάνια της περβόλας» ήταν ζωντανά κορμιά, μια βοήθεια στις ανάσες μας.  Έτσι, μια παραδοσιακή πλατεία απείρου κάλλους, έγινε μια τσιμεντόλιθη τσιτσίδωτη αλάνα, αφιλόξενη για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, ως να μεγαλώσουν οι ακακίες.
Ξαναγυρνάμε στη δεκαετία που περιγράφω, τότε που στην «περβόλα», γύρω στο 1953, χτίστηκε το σπίτι του Πηρουνάκη.  Ο Γιώργος Πηρουνάκης, ένας Κρητοπαλίκαρος να τον πιεις στο ποτήρι, παντρεύτηκε την αρχοντιά της φύσης.  Η Τασούλα Γαρουφάλλου, Αιγυπτιώτισα, από γονείς αριστοκράτες, έμοιαζε μίσχος με ευωδιαστό λουλούδι.  Λεπτή, ψηλή, κομψή, θα τη ζήλευαν τα σημερινά μανεκέν.  Οι αρχοντοπούλες μάνα και κόρες Τσιγκρίκη κατοικούσαν στην κορώνα της πλατείας, στο άψογο αρχοντικό τους που ακόμα κοσμεί το χώρο.  Αριστερά το σπίτι του Κοκκόλη και πιο κάτω η παράγκα του γνωστού Λιληγιάνναρου, με αδερφό το μουγκό μικροπωλητή τον Βουβό και αδερφή την Ελένη.  Η παράγκα ξηλώθηκε για τις ανάγκες του ΚΤΕΛ και εις αντάλλαγμα τους δόθηκε απέναντι, στην είσοδο του στενού που έβγαζε στον καροτσόδρομο, ένα κομμάτι γης που αργότερα χτίστηκε ένα άχαρο διώροφο, μια τύφλα στο περιβάλλον.  Κάτω απ΄ του Λιληγιάνναρου το ξεκρέμαστο διώροφο, υπήρχε ένα γωνιακό μικρόσπιτο με κληματαριά, όπου έμενε μια οικογένεια Αδαμίδη.  Αμυδρά θυμάμαι να έμενε εκεί και ο Κοσμάς ο «σκατατζής» που μας καθάριζε τους υπονόμους.  Δίπλα ακριβώς, ένα γωνιακό φαγάδικο, που στη δεκαετία του ’50 το δούλευε ο Φάνης ο Μπαλάκος, επονομαζόμενος Βράχος.  Έστριβε γωνία ο δρόμος, ένα τυπογραφείο μπαινοβγαίνει στο μυαλό μου, να το κατατάξω δεν μπορώ, απλώς το καταθέτω.  Και σας πάω στη γωνία του δρόμου εκεί που συναντάμε ξανά την Αγορά και ‘κει θα βρούμε να χτίζεται το σπίτι του Κατακουζηνού, ενός Αιγυπτιώτη, με γυναίκα την κυρία Μαρία και κόρη την πανέμορφη Λένα, κατοπινή γυναίκα του Νάσου Κουκουτού.  Ήταν ένα μονόροφο με σκαλιά και παραθύρια ένα αριστερά ένα δεξιά της κεντρικής πόρτας.  Σήμερα είναι εκεί το φαρμακείο Κουκουτού.  Απέναντι ακριβώς ένα μικρό στενό λοξοδρομεύει δεξιά και σε οδηγεί στο Τερέν.  Στη δεξιά πλευρά ένα ψηλοκρεμαστό τριώροφο ήταν το σπίτι της Χρυσούλας και Ελένης Ζαβαλάκη.  Την εποχή εκείνη το κατοικούσε η οικογένεια Καβουρίδη, δάσκαλος απ’ τον Κοντιά.  Αθόρυβη, καλλιεργημένη οικογένεια, εξέπεμπε φως με τη σιωπή της.  Παιδιά της ο Ερμής και η αλησμόνητη συμμαθήτρια Τασούλα, που βιάστηκε να φύγει και ν’ αφήσει το κενό της αισθητό σε όλους μας.
 
 
«Να χαιρετάτε» μας έλεγε η μητέρα «και να μην ξεχνάτε πως οι μικρότεροι χαιρετούν πρώτοι».  Και εγώ στην Αγορά της Μύρινας του τότε, μπαίνω τώρα και πρέπει να αρχίσω τις «Καλημέρες».  Μα πως να περάσεις από μπροστά Του και να μην καλημερίσεις;  Μπρος από ποιον;  Απ’  τον «Καθένα».  Ο «Καθένας» είναι φίλος, γνωστός του πατέρα, η γυναίκα του φιλενάδα της μητέρας, μπορεί και κουμπάρα, μπορεί και συμμαθήτρια, ο κύριος μπορεί να είναι ο πατέρας της δικής μου συμμαθήτριας ή.... ή.... ή....  καταλήγεις πως η ψυχή της Αγοράς είναι μέρος της ψυχής σου.  Υπομονή λοιπόν νεαρέ της παρέας.  Μη κουραστείς με τις καλημέρες μου και λακίσεις.  Πολλές φορές αυτές οι καλημέρες εξαργυρώνονται με καραμέλες, γκντιρίδια, κάνα μανταρίνι, κάνα γλειφιτζούρι, να μη σου πω πως βάζουν υποθήκη για ένα καλό μπαξίζι όταν θα τους πεις τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα.
«Καλημέρα κυρ’ Σαράντη.  Η μητέρα ρωτά τι ώρα να φέρω το φαγητό;»  «Να, τώρα ξεφουρνίζω τα τελευταία ψωμιά.  Θα βγάλω και τα σταφιδόψωμα και ύστερα θα φουρνίσω τα ψητά.  Σείρε φέρ’ το.»  Πάνω στον ξύλινο πάγκο, που έπιανε όλο σχεδόν το τετράγωνο του μαγαζιού ήταν ήδη άψητα διάφορα ταψιά με αρνάκι και πατάτες, με γεμιστά, μουσακάδες, παστίτσια.  Καρσί, μπρος σε μια αποθήκη δίπλα στο Κουκουτούδικο ο κυρ’ Βαγγέλης απ΄τον Κάσπακα με τα γουρνοτσάρουχα στα πόδια, ξεφόρτωνε απ΄ τα μουλάρια του κατσ’νόποδα και τα στήβιαζε μέσα στην αποθήκη.  Ήταν τα προσανάμματα του φούρνου.  Και ο κυρ’ Σαράντης ήταν Κασπακινός.  Με τον ολόασπρο σκούφο του ολόρτο έπιανε το δυο μέτρα.  Εν΄ αντιθέσει με την κυρά Μάλαμα τη σύντροφό του που έπιανε με το ζόρι το ένα και πενήντα.  Η πρώτη καλημέρα λοιπόν πήγαινε ανελλιπώς στον κυρ’ Σαράντη τον φούρναρη.  Παραδίπλα το μανάβικο του κυρίου Γιάννη και της κυρίας Ειρήνης με απλωμένη την πραμάτεια έξω απ’ το μαγαζί.  Δίπλα, το στενό που έβγαζε στο Τερέν, και ακριβώς απέναντι στην άλλη πλευρά της Αγοράς, ένα ξυλόσπιτο γκριζωπό με ισόγειο κρυουλό, που μετά δυσκολίας σήκωνε τον δεύτερο όροφο, ήταν το σπίτι που μετά την κατοχή το κατοικούσαν δυο προσφυγοπούλες, η κυρία Μαρία με την κόρη της Ελένη.  Μετέπειτα εκεί έμενε η πασίγνωστη Μήλια, που ξενοδούλευε για να ζήσει, και στον όροφο ο δικηγόρος Θεοδούλου.  Η Μήλια ήταν αφράτη, σα παχουλή αρχοντοπαναγιά της Δύσης με στρογγυλό παχουλό κότσο και γεροδεμένα καπούλια.  Όταν την έδερνε η μοναξιά, τραγουδούσε.  Και όταν ο άνθρωπος τραγουδά δεν υποτάσσεται σε κανέναν...  Ναι...  ανυπότακτη ήταν η Μήλια.  Μ’  ένα ταξίδι πάντα στα μάτια.  Δίπλα πάλι, ένα διώροφο πετρόκτιστο.  Στο ισόγειο οι αδερφοί Καζώλη, Αντώνης και Αλέκος, είχαν το στέκι τους.  Ήταν υδραυλικοί.  Ένα στενό μεσολαβούσε και δίπλα το φαρμακείο του Γαβριήλ Εκμεκτζόγλου.  Προχωρημένης ηλικίας ο κύριος Γαβριήλ, με κεφαλή λευκή ψιλοκουρεμένη, γυαλιά με χρυσό σκελετό.  Μια γκρίζα ολόσωμη ποδιά τον προστάτευε απ΄ τα φαρμακοτρίμματα, που τα έκανε στο ιδιαίτερο του κυρίως χώρου.  Τον χαρακτήριζε ένα ελαφρό τρέμουλο στην κεφαλή και τα χέρια, και ο γιος Ηλίας, είχε σχεδόν αναλάβει το φαρμακείο.  Η μητέρα του, κυρία Φωτεινή, καθηλώθηκε από εγκεφαλικό σε αναπηρική καρέκλα, και με μπουρδουκλωτή μηλιά προσπαθούσε να μας δείχνει την αγάπη της.  Πρώτο πειραχτήρι της Αγοράς ήταν ο Ηλίας.  Καλαμπουρτζής.  Ευρηματικό πειραχτήρι.  Κατάστρωνε σχέδια και παρέσυρε σε γκάφες τον αντικρινό του γείτονα Αριστοφάνη, που είχε το μπακαλομανάβικο της γειτονιάς μας.
Ο Αριστοφάνης Λαμπαδαρίδης ήταν ο πιο αγαπητός άνθρωπος της γειτονικής μας Αγοράς.  Ψωνίζαμε από αυτόν.  Ψηλόλιγνος, με γκριζόασπρο σγουρό ατίθασο μαλλί, φορούσε λευκή καμποτένια ποδιά, είχε λεπτούς τρόπους, γέλιο τρανταχτό και ματιά μυτερή που ξεψάχνιζε τις όμορφες γυναίκες, εξ’ ου και το «Υπουργός του ‘Έρωτα» το παρατσούκλι που του προσέδωσαν.  Ήταν γενναιόδωρος και λυπησιάρης, συχνά έβλεπα στο βάθος πίσω απ΄ τον λιγδωμένο πάγκο τον Αποστόλη τον Σαλλιάρ’.  Έναν απροστάτευτο αστέγαστο μουγκό, που πέρασε τη ζωή του στο πετροβολητό επιτηθέμενος στα πειράγματα των ανοήτων, να τρώει ψωμί με ελιές ή χαλβά.  Και στις ορθόστηθες γύφτισσες με τα τρυφερά βυζαχταρούδια στον κόρφο, όλο κάτι τις έδινε για να τις ξεπεινάσει.  Τότε οι άνθρωποι μπορεί να είχαν μια λιγούρα για καλοπέραση είχαν όμως και μια άλλη για την καλή πράξη.  Δεν σκέφτονταν να αυξήσουν το κεφάλαιο του μέλλοντος αλλά αυτό του παρελθόντος.  Με λίγα λόγια, είχαν ανθρωπιά.
Η αυλή του μαγαζιού του Αριστοφάνη, με την πρασινόπορτα ανοιχτή, φάνταζε ομορφοστόλιστη με τα προς πώληση προϊόντα απλωμένα.  Εκτός απ’ τα συνηθισμένα σακιά με τα χαρούπια, τις πατάτες, τα κρεμμύδια, υπήρχαν και τα λαχανικά που χρωμάτιζαν την κάθε εποχή.  Κουνουπίδια, λάχανα, ραπανάκια, λαχανίδες, πορτοκάλια, μανταρίνια χιώτικα και μήλα φυρίκια ως επί το πλείστον ήταν τα εκθέματα του χειμώνα.  Γύρω στα Χριστούγεννα έρχονταν απ΄ το Βόλο και το Άγιον Όρος τα κάστανα, τα φουντούκια, τα καρύδια, για να στολίσουν τα Αγιοβασιλιάτικα τραπέζια.  Την άνοιξη στέρευαν τα καφάσια ως να ‘ρθει το καλοκαίρι να ξαναγεμίσουν με σταφύλια και σύκα και όλα τα ζαρζαβατικά της εποχής, ντομάτες, μπάμιες, μελιτζάνες, πιπεριές και το φθινόπωρο να στολιστούνε πια με ρόδια και κυδώνια.  Τότε δεν υπήρχαν ferry boats ούτε ψυγεία φορτηγά για να εφοδιάσουν το νησί.  Με τα καΐκια γίνονταν οι εμπορικές συναλλαγές του νησιού με την υπόλοιπη Ελλάδα, κυρίως την Βόρειο.  Και επειδή ο πατέρας μου ήταν αυτής της δουλειάς, ναυτικός πράκτορας και έμπορας, ταξίδευε πολύ σε αυτά τα μέρη, Βόλο, Άγιον Όρος, Καβάλα, Αλεξανδρούπολη.  Και η μάνα άναβε καντήλια και έστελνε προσευχές.
 
 
Το διπλανό με τον Αριστοφάνη μαγαζί ήταν πάντα κλειστό.  Κάποια στιγμή είχε μεταφερθεί εκεί το στέκι του Τρυπή, που θα το συναντήσουμε μόλις στρίψουμε και μπούμε στην πλατεία του γεροπλάτανου που στέκεται αγέρωχος ακόμα.  Εκεί λοιπόν, που τώρα είναι του Γιαμαρέλλου το εστιατόριο, υπήρχε ένα φτωχόσπιτο γκριζωπό ισόγειο, με έναν όροφο που φοβόσουν να περάσεις μη σου έρθει στο κεφάλι.  Στο ισόγειο λειτουργούσε το καπηλειό του κυρ’ Γιάννη του Τρυπή και πάνω έμενε η οικογένειά του.  Ο κυρ’ Γιάννης, ένα νεροπλυμμένο αδύνατο γεροντάκι, με το βοήθεια της γυναίκας του, φρόντιζε κατά το μεσημέρι να σερβίρει ψιλομάριδο τηγανητό της τράτας στους μερακλήδες της γειτονιάς.  Μοσχομύριζε η γειτονιά.  Σαν ο καιρός φορτσάριζε και δεν έβγαιναν οι τράτες το γύρναγε στον κεφτέ και στην παστή σαρδέλα.  Έτσι οι μερακλήδες έβρισκαν μεζέ για το ουζάκι τους και ο κυρ’ Γιάννης ψευτοζούσε την οικογένειά του.
Δίπλα στου Τρυπή, εκεί που τώρα είναι τα Παπαδοπουλέικα τυπογραφεία, ήταν ένα μεγάλο χέρσο οικόπεδο, χάλασμα το λέγαμε, γεμάτο ασλάνηδες και δυο γυρτές σφίδες.  Εκεί καταφεύγαμε οι κλέφτες για να μας βρούνε οι αστυνόμοι.  Εκεί στήναμε και τη σκηνή του Καραγκιόζη και οι παραστάσεις ήταν απολαυστικές.  Στην πλατεία δέσποζε και δεσπόζει ακόμα ένας αιωνόβιος πλάτανος πηγή δροσιάς για την Αγορά.  Μπροστά της ήταν το περίπτερο του Χρήστου του Μουσά που κάθε Πρωτοχρονιά του το σήκωναν σύμφωνα με το έθιμο και το έψαχνε.  Ως επί το πλείστον πούλαγε τσιγάρα και εφημερίδες άντε και καμιά τσίχλα...  πριν έρθει να ριζώσει στην πλατεία ήταν πιο κάτω ακριβώς, απέναντι στο Κρύσταλλο μπρος στο σπίτι του Ντανά.  Ψηλόλιγνος ευγενικός, με τρυφερή ψυχή, ανεβοκατέβαινε στο Αντρώνι όπου ζούσε με τις αδερφές του.  Απέναντι απ΄ το περίπτερο ήταν το μπακάλικο του Πασαδέλλη.  Ένα πέτρινο μακρομάγαζο, σκοτεινό, γκριζωπό, κρύο.  Ο Πασαδέλλης είχε χιούμορ και ευπρεπή οικογένεια.  Ένα μικρομάγαζο είχε δίπλα του που εκεί κάποια στιγμή ο Πέτρος ο ποδηλατάς που είχε το ποδηλατάδικό του μέσ’ στο αμέσως επόμενο στενό βγήκε φάτσα στην Αγορά και εγκαταστάθηκε εκεί έτοιμος ανά πάσα στιγμή ο κοντόσωμος Πετράκης να μας φουσκώσει τα λάστιχα, να μας αλλάξει αλυσίδες και να μας παραδώσει το ποδήλατο αξιόπιστο, έτοιμο να ανταποκριθεί στην ταλαιπωρία των χωματόδρομων της εποχής.
Απέναντι απ΄ το στενό του Δαρδανόπουλου, πάντα αριστερά, ένα πέτρινο αρχοντόσπιτο, στέγαζε το Δημόσιο Ταμείο τότε, με είσοδο μέσα στο στενό.  Μετά το πήρε η Αγροτική, αναπαλαιώθηκε και δεσπόζει της Αγοράς στη σημερινή του κομψή μορφή.
Δίπλα το διώροφο του Ντανά ακατοίκητο.  Από κάτω, αν θυμάμαι καλά, ήταν το τυπογραφείο του Απόστολου Παπαδόπουλου, ένα κοντόσωμο σπινθηροβόλο ανθρωπάκι που δούλευε με ζήλο.  Αυτή την εργατικότητα μετέδωσε στα παιδιά του και τα εγγόνια του, αστέρια όλοι τους.  Αν θυμάμαι καλά, αυτό το ίδιο μαγαζί στέγασε αργότερα τις αντιπροσωπείες του Κόρακα.  Το κουρείο του Παϊτάκη υπήρχε παρακάτω και μετά το πολυμάγαζο του Μανώλη και Γιάννη Μάνου.  Τα πάντα έβρισκες εκεί.  Χαρτικά, σχολικά, μικροπαίγνιδα, βιβλία, καραμέλες και τα πρώτα πλαστικοπαίχνιδα.
Αν γυρίσουμε πίσω, στη δεξιά πλευρά μετά την πλατεία του πλάτανου, θα δώσουμε την πιο άνευρη χειραψία της Αγοράς. Αποθηκομάγαζα με γκριζωπά ξύλινα πατζούρια σφαλισμένα, απεριποίητα, άψυχα.  Αμέσως μετά το Κρύσταλλο.  Το Κρύσταλλο ήταν το μεγαλύτερο καφενείο του νησιού, η σόμπα της Αγοράς, ιδιοκτησίας των αδερφών Σαββούρα, το δούλευε τότε ο θείος τους Αναστάσης Βελισσαρίδης, ένας γιναντόσωμος λεβεντάνθρωπος με ψυχή μικρού παιδιού.  Το χειμώνα ήταν κατάμεστο.  Και ενώ τα παραθύρια του, που ήταν σε χαμηλό ύψος απ΄ το έδαφος, επέτρεπαν στη ματιά σου να διερευνήσει το χώρο και να ψάξεις τον άνθρωπό σου, που έπαιζε πρέφα, τάβλι ή βροντοχτυπούσε τις πολύχρωμες μπάλες του μπιλιάρδου σε εντυπωσιακές καραμπόλες, η θολούρα των τζαμιών του σου το απαγόρευε.  Το καλοκαίρι άνοιγε τα μεγάλα πλαγιανά παραθύρια που δέχονταν θαλασσινή αύρα απ΄ το ευθύδρομο στενό που οδηγεί στη θάλασσα του Ρωμαίικου Γιαλού, γίνονταν ρεύμα με τα μπροστινά και δεν εμπόδιζαν τους χαρτοπαίχτες και γενικά τους θαμώνες να απολαύσουν το καφεδάκι τους, το λουκουμάκι τους ή και το δροσερό τους υποβρύχιο.  Το καλοκαίρι, έβγαζε και τραπεζάκια έξω απ΄ τα παραθύρια σε ένα φαρδόπλατο πεζούλι αλλά και απέναντι ανάμεσα στις πόρτες των αντικρινών μαγαζιών.  Όλοι οι τύποι που σχεδόν κάθε απόγευμα καταλάμβαναν τις καρέκλες και απολάμβαναν το καφεδάκι τους ήταν γνωστοί και όπως καταλαβαίνετε οι καλησπέρες έπεφταν βροχή.
Δίπλα στο στενό του Κρύσταλλο κάτι χαμηλομάγαζα ενωμένα αποτελούσαν το τυπογραφείο της εφημερίδας «Λήμνος» που εξέδιδε ο Μανώλης Κωνσταντινίδης, δικηγόρος στο επάγγελμα.  Δίπλα απ΄ το τυπογραφείο διατηρούσε το δικηγορικό του γραφείο. Πίσω ακριβώς το πέτρινο αρχοντικό του κρατά μέχρι τώρα το ύψος και την αρχοντιά του.  Ο Κωνσταντινίδης ήταν ένας απ΄ τους «τυχερούς» της τραγωδίας του ’39.  Έχασε τη σύζυγό του Χρυσούλα ενώ ο ίδιος σώθηκε.
Μεσολαβούσε το μικρό στενό της κυρά Σουλτάνας όπως το λέγαμε, και αμέσως μετά ένα καλυβομάγαζο 2 επί 2 μ’ ένα στραβό ετοιμόρροπο πάγκο απ΄ έξω πάνω στον οποίο ήταν εκτεθειμένα λαχανικά της εποχής.  Ήταν το μαγαζί του Γιάννη Τσαμπερή.  Αδικημένος απ΄ τη φύση, ήταν κουτσός, έβγαζε μεροκάματο απ΄ αυτό το μαγαζάκι.  Στα πενιχρά του ράφια έβρισκες τσιμπιδάκια για τα μαλλιά, καραμέλες «ραντεβού» ή «αραπάκια», παραμάνες για τα ρούχα και αυγά.  Φρέσκα αυγά διαλαλούσε αλλά μπορεί σαν τα πήγαινες στο σπίτι σου να διαπίστωνες πως ήταν βρασμένα.  Τα παιδιά του Γυμνασίου που η μάνα τους τους έστελνε βραστά αυγά μεσ’ στα καλάθια κάθε πρωί, τα πήγαιναν στον Τσαμπερή για φρέσκα και τα αντάλλασσαν με καμιά καραμέλα κανά γλειφιτζούρι.  Αυτός, εν αγνοία του τα πουλούσε για φρέσκα.
Απέναντι απ΄ του Τσαμπερή, ήταν το στενό του Νούλα που λέγαμε, γιατί εκεί είχε οδοντιατρείο και κατοικία ο λεβεντάνθρωπος αυτός οδοντίατρος που ταξίδεψε τη ζωή του με απαγορευτικό.  Ήταν η προσωποποίηση της αρχοντιάς, της ομορφιάς, της λεβεντιάς που τη στόλιζε μ΄ ένα κόκκινο γαρύφαλλο στο πέτο.  Ένας ανιδιοτελής ιδεολόγος, επιστήθιος φίλος του Ηλιού, που επέμενε να βλέπει τη δική του αλήθεια «έγκλημα για την εποχή» και είχε τη λεβεντιά και το θάρρος να την καθρεφτίζει στα μάτια σου.  Δεν φοβόταν κανέναν.
Γυρίζοντας την Αγορά θα συναντήσουμε ένα μουντό πέτρινο διώροφο. Παλαιότερα στο ισόγειο ανθούσε εμπορικά το υφασματάδικο του πατέρα Ηλιού. Δίπλα σ’ αυτό, είχε ανοίξει ένα πρωτοποριακό μαγαζί.  Το πλεκτήριο του Τακάκη, που έφτιαχνε ωραιότατα πλεκτά κατά παραγγελία.  Μετά του Τακάκη είχε ένα γιαουρτάδικο κάποιου Μανώλη απ’ τον Πλατύ και αργότερα θα συναντήσουμε εκεί το κοσμηματοπωλείο του Παναγιώτη Πολυταρίδη.  Θα συναντήσουμε κι άλλα γιαουρτάδικα στην Αγορά, έτοιμα βιομηχανοποιημένα γαλακτοειδή προϊόντα δεν υπήρχαν.  Γάλα φρέσκο αγόραζες απ΄ τα γιαουρτάδικα που όσο τους περίσσευε το έπηζαν.  Πηγαίναμε το πήλινο τσουκάλι μας σημαδεμένο με τ΄ όνομά μας, ο γιαουρτάς μας έπηζε το γιαούρτι και το βραδάκι πηγαίναμε και το παίρναμε.  Μετά βγήκαν τα πλαστικά κύπελλα και αχρηστεύτηκαν τα πήλινα.
Αμέσως μετά θυμάμαι το οικόπεδο μέσα στο οποίο  τον Σεπτέμβρη του ’39 παίχτηκε η μεγάλη τραγωδία, όταν η αποθήκη σινεμά αποτεφρώθηκε από πυρκαγιά μαζί της και όλη η αφρόκρεμα της Λημνιακής κοινωνίας.  Εκεί που τώρα βρίσκεται το εις μνήμην τους εκκλησάκι, τότε υπήρχε ένα ταπεινό κυπαρίσσι να θυμίζει.
Αμέσως μετά ήταν το υφασματάδικο του Χατζηχρήστου που το δούλευε με την αδερφή του και σαν την πάντρεψε με τον Βυθόπουλο το παραχώρησε προίκα στον γαμπρό του.  Το επόμενο που θυμάμαι ήταν η είσοδος του κέντρου της Πατατιάς, η όαση της Αγοράς και των ψυχών μας.  Καλοκαιρινό κέντρο ήταν η Πατατιά που έγραψε ιστορία.  Ένας απέραντος κήπος φυτεμένος τριγύρω με καλλωπιστική πατατιά, που η πρασινάδα της περιπλέκονταν παντού και σχημάτιζε κρεμαστή καταπράσινη οροφή σ΄ όλο το πλάτος και το μήκος του.  Πραγματική όαση δροσιάς λειτουργούσε μεσημέρι-βράδυ σαν εστιατόριο και τα Σαββατοκύριακα έπαιζε ορχήστρα.  Στη μεσιανή τσιμεντένια του πίστα στροβιλίζονταν τα ζευγάρια στα βαλς, τα ταγκό, τα τσα-τσα, τις ρούμπες, τις σάμπες, τα μάμπο, μέχρι και τα rock n’ roll.  Ο καλαματιανός άνοιγε το χορό, οι ζεμπεκιές τον συντηρούσαν απ΄ τους παραδοσιακούς μάγκες τύπου Μακατσέλα και Κασάρα και ο Κεχαγιάδικος τον έκλεινε.  Στους χορούς των σωματείων πολλές φορές έρχονταν ορχήστρα και τραγουδιστές απ΄ την Αθήνα.  Μου βρίσκεται φωτογραφία με την Άντζελα Ζήλια.
Η Πατατιά ανήκε στον Γιώργο Τσουκαλά με μάγειρα τον Γιοβάνη.  Δίπλα στην Πατατιά ήταν η ταβέρνα του Καρνίκ και αμέσως μετά το δεύτερο φαρμακείο της Μύρινας, αυτό του Βασιλειάδη.  Εκεί ξεκινούσε ο καροτσόδρομος.
Ας γυρίσουμε πίσω να ακολουθήσουμε τώρα τη δεξιά πλευρά, εκεί που την αφήσαμε, στου Τσαμπερή το μαγαζί δηλαδή.  Δίπλα ακριβώς ήταν το παπουτσίδικο του Γιανναρούδη, αμέσως μετά η ταβέρνα του Παντερμαλή και ακριβώς απέναντι απ΄ τον καμένο κινηματόγραφο, ο φούρνος της κυρίας Ελπινίκης Μουσά που τα χρόνια εκείνα τον δούλευε ο Λύχνος.  Μετά τον φούρνο συναντούσες το μπακάλικο του Θόδωρου Θασίτη.  Παραδοσιακό, όπως και όλα τα μπακάλικα δηλαδή, με την πλάστιγγα σε μια μεριά και τη ζυγαριά με τους δυο τσίγκινους κουβάδες αριστερά-δεξιά για να ζυγίζονται τα ψώνια με τα βαρίδια μέσα σε στιφόκολα τυλιγμένα.  Υπήρχε βαρίδι μιας οκάς, μισής οκάς και όλων των υποδιαιρέσεων της οκάς που ήταν τα δράμια.  Ο Θασίτης ήταν μερακλής.  Πίσω απ΄ τον πάγκο του, φίλοι διαλεχτοί έπιναν το ουζάκι με μεζέ παστουρμά γκαμήλας και κολιό παστό.  Μιάμιση δραχμή το ούζο με τον μεζέ μαζί.
Μετά του Θασίτη υπήρχε ένα καρεκλάδικο που έπλεκε βιενέζικη ψάθα στις καρέκλες της εποχής.  Δεν θυμάμαι αν υπήρχε κάτι άλλο ενδιάμεσα, αλλά κάπου εκεί ήταν το ραφτάδικο του Μήτσου του Κρασσά με το παχύ μουστάκι και το μπόι κοντά στα δυο μέτρα.  Αμέσως μετά το υφασματάδικο του Αργυρίου που μετά το θάνατό του το ανέλαβε η ανιψιά του Εριφύλη Παντελαρούδη.  Πάνω απ΄ το υφασματάδικο απλώνονταν το κτίριο της Χωροφυλακής.  Είχε είσοδο απ΄ το διπλανό στενό.  Φόβος και τρόμος η αστυνομία τότε.  Κλέφτες δεν υπήρχαν ούτε και κακοποιοί.  Μοναδικός τους στόχος ήταν οι κομμουνιστές που τους μπαγλάρωνε δις την ώρα και τους έστελνε στον Αϊ-Στράτη.
Ξαναγυρνάμε στον καροτσόδρομο, εκεί που μείναμε απ΄ αριστερά.  Στη γωνιά το μπακάλικο των Περτσάδων.  Παραδοσιακό πέτρινο κτίριο, μεγάλη ποικιλία εμπορευμάτων, το δούλευαν με ζήλο μπαμπάς και γιοι.  Το διπλανό μαγαζί που ήταν λίγο υπερυψωμένο ήταν ένα απ΄ τα πιο παραδοσιακά χαρτοπωλεία της Αγοράς.  Με ξύλινους πάγκους αριστερά και δεξιά καλυμμένους με τζαμαρία συρταρωτή και γύρω ξύλινα ράφια που ήταν εκτεθειμένα τα εμπορεύματα.  Το δούλευαν τότε μαζί τα δυο αδέρφια Χατζηχρυσοστόμου.  Ο χοντρός και ο αδύνατος όπως τους λέγανε.  Ο Γιώργος και η Στέλλα ήταν παιδιά του χοντρού, ο Γιώργος έπαιζε ωραία κιθάρα και η Στέλλα ήταν αθλήτρια.  Κάποτε χώρισαν τα τσανάκια τους.  Ο χοντρός Χατζηχρυσοστόμου έμεινε στο μεγάλο μαγαζί που το ανέλαβε ο γιος Γιώργος και λίγο πιο κάτω πήγε ο λεπτός και το ανέλαβε ο υιός Στέλιος.
Το κουρείο του Σώζου υπήρχε πιο κάτω, ένα στενόμακρο μαγαζάκι και το επόμενο που ο νους μου τοποθετεί στη σειρά ήταν το κρασομάγαζο του Σίμου απ΄ το Αδρώνι φορτωμένο βαρέλια.  Πουλούσε κρασί και προσέφερε επί τόπου μισές και οκάδες για τους μερακλήδες με μεζέ παστό κολιό.  Στη γωνιά θυμάμαι το χρυσοχοείο του Καλογιάννη.  Γυρνάμε πίσω και δεξιά στο στενό της αστυνομίας όπου είχαμε μείνει.  Εκεί θα συναντήσουμε το γιαουρτάδικο του Τακουνάκη «υιοθετημένο παρατσούκλι» και μετά το μεγάλο εμπορικό του Κώτσου Αγαλιανού.  Ένας ροδαλός καλοζωισμένος και καλοντυμένος αρχοντάνθρωπος ήταν ο κυρ’ Κώτσος με αστείρευτο χιούμορ και υπέροχη νοικοκυρεμένη οικογένεια.  Πλούσιο το υφασματάδικό του, διέθετε ποικιλία υφασμάτων.  Κάμποτα, χασέδες, τσελβόλ, ταφτάδες, μπροκάρ, σαντούκ, λαμέ, κασμιρόπανα ανδρικά και φόδρες διαφόρων χρωμάτων, ακόμα και υφάσματα για παπλώματα και στρώματα μπορούσες να αγοράσεις στα υφασματάδικα της εποχής.  Το prêt a portrait  δεν είχε κάνει ακόμα την εμφάνισή του και έτσι ανθούσαν τα υφασματάδικα, οι μοδίστρες, τα ραφεία καθώς και τα καταστήματα που πουλούσαν υλικά ραπτικής.  Στο υφασματάδικο του Αγαλιανού έκανε μια εσοχή ο δρόμος και σχημάτιζε μια μικρή συμπαθητική πλατειούλα.  Σφιγμένα μικρομάγαζα έδεναν τη δεξιά της πλευρά.  Πρώτο το ραφείο του Λαγόπουλου.  Γλυκός άνθρωπος, κοντόσωμος, όταν όμως άνοιγε το στόμα του σου φαίνονταν ψηλός.  Δεν δίστασε ποτέ να κρύψει την ιδεολογία του.  Δίπλα, το ξυλουργείο του Γαλόπουλου, μ΄ ένα τσιγάρο στο στόμα και ένα στο αυτί, μερεμέτιζε τα σπίτια όλων μας και μας γυάλιζε τα έπιπλα.  Προσωπικά, μου είχε φτιάξει ένα τριζάτο ξύλινο καροτσάκι για να πηγαίνω περίπατο την κούκλα μου.  Φανατικός οπαδός του Παλημνιακού τον ακολουθούσε παντού.  Δίπλα, το φωτογραφείο του Γεωργιάδη.  Η κόρη του Αθηνά τον βοηθούσε και ήταν η φωτογράφος των πάρτυ μας.  Την τράβηξε η ξενιτιά και δυστυχώς τη χώνεψε κιόλας.
Έκαμνε γωνία η Αγορά, αφήνοντας ένα δρομάκι, το επονομαζόμενο στενό του Λύχνου.  Στη γωνιά το μανάβικο του Σταμάτη με γυναίκα τη μοδίστρα Ελπινίκη.  Στην πλατειούλα τούτη θα πάρω αναπνοή και θα σας καλέσω να τη μοιραστείτε μαζί μου, ανασκαλεύοντας στη μνήμη σας μια μορφή που άφησε εποχή.  Ήταν ο Μητσέας.  Ένα καλοκάγαθο ανθρωπάκι.  Η παράξενη ομιλία του έδειχνε την Μικρασιατική του καταγωγή και οι λαστιχένιες τιράντες στήριζαν το φαρδοπαντέλονο ακολουθώντας την τάση της εποχής. Είχε στην κατοχή του ένα πρασινοβαμμένο ακαθορίστου περιγραφής αυτοκίνητο, σαν κλούβα αστυνομική έμοιαζε, προφανώς γερμανικό απομεινάρι.  Είχε θέσεις αριστερά δεξιά και το είχε δρομολογημένο στη γραμμή Κάστρο-Θέρμα.  Αφετηρία η εν λόγω πλατεία.  Στις δυο το μεσημέρι έφευγε και γύρναγε στις έξι το απόγευμα με τους επιβάτες φρεσκομπανιαρισμένους στα ζεστά νερά των Θέρμων.  Το «σκούντα και ΄συ Αριστέα μου» που ακόμα λέμε εμείς οι παλιοί όταν μας καλούν σε βοήθεια, ήταν η αγαπημένη φράση του Μητσέα που καλούσε τη γυναίκα του Αριστέα να σπρώξει μαζί με τους επιβάτες την κλούβα όταν αυτή μουλάρωνε και τους άφηνε στα μισά της διαδρομής.
Περνάμε απέναντι στη σημερινή πλατεία του ΟΤΕ.  Τότε πλατεία δεν υπήρχε.  Την έφραζε μια σειρά ξυλοπαράγκες που ήταν μαγαζιά.  Πρώτο το χρυσοχοείο του Χαμλίδη, μια ευγενική φυσιογνωμία που χάρισε τρεις επιστήμονες στο νησί και έναν τίμιο αντικαταστάτη.  Αμέσως μετά, ήταν το καφενείο του Τζάνου που σερβίριζε καφέδες στο χαρακτηριστικό δίσκο με την υψηλή λαβή.  Δίπλα, τα πετρέλαια και η αντιπροσωπεία τσιγάρων του Σουγιουλτζή που αργότερα τα δούλεψε ο γαμπρός του Ζέρφος. Δίπλα ήταν το γαλοτζίδικο του Κωνσταντινίδη.  Εκκρεμεί και αμφιταλαντεύεται η μνήμη μου εδώ, για να πατήσει με σταθερότητα πια στο μικρομάγαζο του αξέχαστου Χατζηρόδου.  «ιδού η Ρόδος ιδού και ο Χατζηρόδος»  Σλόγκαν της εποχής.  Φανατικός οπαδός του Αστέρα μας διόρθωνε τα παπούτσια, γιατί τότε όταν έλιωναν οι σόλες τους τις αλλάζαμε, δεν τα πετούσαμε. Τα μαγαζιά αυτά άντεξαν σε όλη την εν λόγω δεκαετία.  Πίσω τους απλώνονταν μια αλάνα, που μάζευε τα παιδιά και η υπέροχη βρύση της τα ξεδιψούσε. Στην αρχή της αλάνας και πίσω απ΄ του Χαμλίδη το χροσοχοείο υπήρχε το γανωτζίδικο του κυρ’ Κώστα.  Ο κυρ’ Κώστας γάνωνε τους τετζερέδες μας, είχε και το νου του να διώχνει τους μαγαζάτορες της γειτονιάς που έβρισκαν απανωμιά το πίσω μέρος του μαγαζιού του και δεν χρησιμοποιούσαν όπως έπρεπε το εκεί ουρητήριο.
Πολλή καλή ήταν η σκέψη των αρμοδίων να αξιοποιήσουν τούτη την αλάνα ξηλώνοντας τις παράγκες.  Το ξήλωμα άρχισε σταδιακά γιατί πολλοί κατέφυγαν στα δικαστήρια και ως εκ τούτου εκκρεμούσε η κατεδάφισή τους.  Το κτίριο του ΟΤΕ ορθώθηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’60 και πολύ αργότερα διαμορφώθηκε η πλατεία που στόλισε την Αγορά και της χάρισε την «όασή» της.  Εγώ όμως θα γυρίσω στη δική μας δεκαετία, αυτή του ’50, και τη μνήμη σας θα πασπαλίσω με χριστουγεννιάτικη χρυσόσκονη.  Ακούστε ότι ακούω...  «Καλή χρονιά, καλή χρονιά, με υγεία και χαρά.  Η ευτυχία στο σπίτι να μπει και ο Χριστός όλους να ευλογεί, και στο Γυμνάσιό μας δώστε μια συνδρομή.  Και του χρόνου!»  Μόλις ακούσατε τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα που σας έψαλε η χορωδία του Γυμνασίου.  Να ‘μαι και ‘γω, μέλος της μαντολινάτας, παίζω ακορντεόν και τραγουδώ.  Και ο κυρ’ Παύλος ο μουσικός μας οδηγεί.  Κάναμε πάντα στάση μπρος στα παραγκομάγαζα όταν λέγαμε τα κάλαντα.  Και ο Επιτάφιος έκανε στάση εκεί.  Το ξέφωτο της πλατειούλας επέβαλλε και καθιέρωσε αυτή τη στάση.
Προχωρούμε. Τρία μικρομάγαζα, το μανάβικο του Καρπαθιωτάκη, του Χαρητάκη και δίπλα ακριβώς μια συμπαθέστατη μαυροφορεμένη γριούλα, η κυρία Ελισάβετ Μαλέα πουλούσε γιαούρτια και μαϊνταντό.  Ένας τεράστιος ασλάνης θέσπωζε στο διπλανό χώρο και ευώδιαζε την άνοιξη.  Το φύλλωμά του σκίαζε τα μικρομάγαζα και το διπλανό γιαουρτάδικο μπουγατσατζίδικο του Νίκου Κοτζαμάνη που έσπαζε μύτες κάθε πρωί.
Στοπ...  στενό...  γυρνάμε πίσω... πάμε δεξιά... που είχαμε μείνει;  Α! Στου Σταμάτη...  στοπ και πάλι.  Στεντόρεια βαθιά ακούγεται η φωνή του Λέλεκα.  Και νάτος τον βλέπω να κατεβαίνει...  με μια αλαφροσύνη στην περπατησιά βοηθούμενος από αθλητικά παπούτσια «Ελβιέλα».  Με μια ξαφνική δελφινίσια χαρά ξεπετάχτηκε απ΄ το μανάβικο του Σταμάτη, έκαμε δοξάρι το χοντρό κορμό του πήδηξε έξω απ΄ τα νωθρά νερά της χειμωνιάτικης Αγοράς και τη ζωντάνεψε με χωρατά.  Αυτός ήταν ο Λέλεκας.  Χωράτευε και ξεφώνιζε τους πάντες γοργοπερπατώντας.  Το κορμί του ακολουθούσε τον ψυχικό του ανατεντωμό και σ’ έκανε ν΄ αλλάξεις διάθεση, να ρίξεις και μια άλλη ματιά στο πρόβλημά σου, να ξεχάσεις κεσάτια, βερεσέδια, αναφραγκιές, να ζωντανέψεις στο ψυχορράγημά σου.  «Να πεθαίνεις και να τραγουδάς συμβαίνει μόνο στην όπερα»  και να εγώ τώρα, κατεβαίνοντας την Αγορά ακούω του τενόρου τη φωνή να τραγουδά.  Για την Αγορά ποτέ δεν πέθανες Μητσάρα.
Που ήμασταν; Α! Στου Σταμάτη το μανάβικο που κάμνει γωνία και μας βγάζει πάλι στην Αγορά να συναντήσουμε το νιοφτιαγμένο εμπορικό του Καραγιάννη.  Δίπλα το παλιό τυπογραφείο του Βαφειάδη εκεί που αργότερα μετακόμισε το φωτογραφείο του Γεωργιάδη.  Η μνήμη μου κάνει πάλι κενά γιατί βιάζεται να τρέξει στη βιτρίνα του παπουτσίδικου του Ψευτάκη, να μπει μέσα και η αξέχαστη κυρά Κατίνα να μου προβάρει νιοφερμένα παπούτσια για να τα φορέσω το Πάσχα.  Πανάξια γυναίκα, απ΄ τις λίγες που δούλευαν τότε.  Βοηθούσε τον άντρα της και μετέπειτα το γιο της Νίκο που ανέλαβε το μαγαζί και τη λάτρεψε.  Πάνω απ΄ το μαγαζί έχτισαν τότε και το σπίτι τους.  Τι άλλο μεσολαβούσε δεν θυμάμαι, έτσι βρίσκομαι πάλι σε ένα σκιερό σοκάκι και στη γωνιά του συναντώ το χρυσοχοείο των αδερφών Πολυταρίδη.  Δίπλα ακριβώς ένα σκοτεινό γκρίζο υγρό υφασματάδικο ιδιοκτησίας Βαλέτα.  Το δούλευε ο ίδιος.  Ένας παχύσαρκος άνθρωπος, απόλυτα προσαρμοσμένος στην κρυάδα του μαγαζιού του. 
Το επόμενο μαγαζί ήταν το υφασματοπωλείο του Χατζηχρήστου με γυναίκα τη Στέλλα.  Το μαγαζί που με τραβά να το συναντήσω είναι το ζαχαροπλαστείο του Λυρούδια.  Και να υπήρχε κάτι άλλο πιο μπροστά, η μνήμη μου το προσπερνά.  Βιάζομαι να φαω μπουγάτσα.  Νάτος ο κυρ’ Νίκος.  Με την άσπρη του καμποτοποδιά με περιμένει.  Αλευρωμένα όσα τσουλούφια ξεπηδούν απ΄ τον ασπρόσκουφό του, μπαλταδιάζει μπουγάτσα με τυρί και κρέμα, πασπαλίζει με χοντροζάχαρη και η γυναίκα του, κυρά Χρυσούλα, σερβίρει τα τραπέζια με σιροπιαστό χαμόγελο.
Δυο ήταν τα ζαχαροπλαστεία της εποχής.  Του Λυρούδια και του Κοτζαμάνη που θα το συναντήσουμε στο Λιμάνι.  Η λέξη ζαχαροπλαστείο τότε φάνταζε λίρα χρυσή στο λεξιλόγιό μας.
Στοπ.  Ανηφορικό στενό σ’ οδηγεί στον Άγιο Ταξιάρχη.  Γυρνάμε αριστερά, πίσω στο στενό του Κοτζαμάνογλου για να συναντήσουμε αριστερά ένα γυμνό πέτρινο ισόγειο που στέγαζε το δικηγορικό γραφείο του Ευστρατίου.  Δίπλα ένα πετρόκτιστο σπίτι δίχως μαγαζιά από κάτω.  Ήταν το σπίτι του Ζέρβα Πολυταρίδη, ενός ιδιόρρυθμου τύπου που παρέα με τον Αδαμάντη Καραγιάννη και τον Καρπαθιωτάκη τον Στέλιο αναστάτωναν την Αγορά με τις καζούρες τους.  Αμέσως μετά, ένα απ΄ τα πιο αξιόπιστα εμπορικά του νησιού.  Το δούλευαν δυο μπατζανάκηδες, ο Θανάσης Φουσιάνης και ο Γιάννης Κανάβης.  Το όνομα Κανάβη σημάδεψε την τρυφερή μου ψυχούλα στα δεκατέσσερά της.  Η αξέχαστη κόρη του Ευτερπούλα, συμμαθήτρια και συγκάτοικος στα θρανία, ένα γλυκύτατο κοντόγιωμο κοριτσάκι με μάτια σαν ελιές έφυγε στο μπουμπούκιασμά του... πριν ανθίσει.  Η τραγική μάνα κυρά Δέσποινα αποσύρθηκε απ΄ τα εγκόσμια με βαριά αποσκευή ζωής μια μαύρη βαλίτσα.
Δίπλα ήταν του γέρου Σαμαιλίδη το μαγαζί.  Φωτογραφείο και μανάβικο μαζί ήταν.  Μικρασιάτης στην καταγωγή ο ίδιος και η γυναίκα του Τριανταφυλλιά, το δούλευαν ως να το αναλάβει ο γιος Γιάννης και να το εξελίξει πουλώντας οικιακά είδη και δώρα γάμου.  Το επόμενο μαγαζί που με τραβά είναι ο φούρνος του Κοτζαμάνογλου,  προσπερνώντας ένα τενεκετζίδικο το οποίο μπαινοβγαίνει στην κοιλιά της μνήμης μου σ’ αυτό το σημείο.  Ο φούρνος ήταν ο μεγαλύτερος του νησιού.  Θέσπωζε της Αγοράς και έστελνε ζεστές μυρωδιές ίσα με τα καφεκοπτεία που θα συναντήσουμε πιο κάτω και θα κατακτήσουν την όσφρησή μας.  Στη γωνία, το ψιλικατζίδικο του πατέρα Τριανταφυλλίδη και στοπ στενό.
Για να δεθεί η μνήμη μου και να συνεχίσει την περιδιάβασή της, όπως αντιλαμβάνεστε, έχει ανάγκη την έμψυχη σύσταση της γειτονιάς από στενό σε στενό.  Τα πρόσωπα είναι εκείνα που την οικοδομούν και τη στηρίζουν, οι φιγούρες των οποίων αναπηδούν μέσα της, παρασύροντας η μια την άλλη.  Έτσι, κουκίζοντας το κομπολόγι της μνήμης μου, η μια κιτρινόχαντρα φέρνει στα δάχτυλά μου την άλλη, κι όλες αυτές οι κίτρινες οι χάντρες οι τσαχπίνες κατρακυλούν, πέφτουν, συγκροτίζουν το παραμύθι...  κι όταν αφήσεις τον Λυρούδια, η πρώτη χάντρα, να ‘τη πέφτει μόνη της, είναι το κουρείο του Βαγγέλη. Ροδαλός, πεντακάθαρος, γιος του Παπ’-Ανδροκλή, σήκωνε πείραγμα, γι΄ αυτό συχνά πυκνά αδυνατούσε το πρωί να ανοίξει το μαγαζί του, γιατί οι πλακαδόροι της Αγοράς έκλειναν την κλειδαριά με τσίχλα.  Αμέσως μετά ένα μονώροφο σπιτάκι, το συμβολαιογραφείο του Παπουτσιδάκη-Κωνσταντουλάκη.  Μια μικρή εσοχή έκανε ο δρόμος και το υφασματάδικου του Πέρου ήταν το επόμενο μαγαζί.  Πιο κάτω, η αντιπροσωπεία της Singer και στη γωνιά το μαγαζάκι του Μιχέλη που δε θυμάμαι τι πουλούσε.  Έκανε μια σκιερή έξοχη το επόμενο μαγαζί στο δρόμο, εσοχή ιδανική για να στήνει ο μικρασιάτης Χατζησταυρίδης τραπέζι και καρέκλες και να παίζει τάβλι με τα φιλαράκια του τα’ απομεσήμερα πριν αρχίσει η κίνηση της αγοράς. Ναι το επόμενο μαγαζί ήταν το δικό του. Ο Μιχάλης Χατζησταυρίδης ήταν ψηλόλιγνος, ευγενική φυσιογνωμία, με χρυσά γυαλιά και πέτσινη ποδιά, έπαιρνε μέτρα τις πατούσες μας πάνω σε χαρτόνι και μας έφτιαχνε παπούτσια με φιογκάκια, λουράκια, κουμπάκια, ότι μοντέλα διαλέγαμε από κάτι τεράστιες φυλλάδες-φιγουρίνια.  Ένα ραφείο αχνοπερπατεί στη μνήμη μου «αδύναμος κρίκος» και αμέσως μετά το μαγαζί της Κατίνας Κατάκα.  που πουλούσε παντόφλες, γαλότσες και λαστιχοπάπουτσα.  Ένα χαρακτηριστικό μαγαζί θα συναντήσουμε, που απ΄ την αριστερή πλευρά ήρθε και εγκαταστάθηκε στη δεξιά και στόλισε την Αγορά.  Πουλούσε κουδούνες, χάντρες, λουριά κι όλα τα αξεσουάρ των αλόγων που έσερναν τα κάρα και όχι μόνο.  Μοναδικός και ο άνθρωπος που το είχε, ο Κλεόβουλος Λαμπαρίδης.  Θεοτοκοπουλική μορφή, εξαϋλωμένη.  Στα μάτια του διάβαινε θαρρείς μια λιτανεία που την κουβάλαγε από τη μακρινή πατρίδα τη χαμένη.  Ήταν αριστερός ψάλτης στην Αγία Τριάδα.  Αναπαλαιώνοντας τη γειτονιά για να μην απομακρυνθώ, θα γυρίσουμε στου Τριανταφυλλίδη το στενό, θα το περάσουμε και στη γωνιά θα πέσουμε στο υφασματοπωλείο των αδερφών Παπάζογλου, Νίκο και Χρήστο, που κληρονόμησαν από τον πατέρα, Ελυσσαίο.  Παλιοί ποδοσφαιριστές του Παλημνιακού.  Στην αρχή της δεκαετίας εγκατέλειψαν το νησί.  Ήταν οι πρώτοι που άρχισαν να εγκαθίστανται στην Αθήνα για το καλό των παιδιών τους.  Δίπλα, το μικρό χαλβατζίδικο του Κουντουρά που είχε το εργαστήρι του μέσα στο στενό του Ιβριώτη κι’ έσκαγε μούρη στην Αγορά δίπλα στο μαγαζί του Τελίδη με είδη καγκελαρίας που αργότερα το πήρε ο Βύρων Πολυταρίδης.  Δίπλα το υφασματοπωλείο του Στρατή Ιμβριώτη που το δούλεψαν μετά οι γιοι του Απόστολος και Μιχάλης.
Δίπλα, κάποιος Χατζηπαντελής πούλαγε καβουρδιστίρια, τενεκέδια, μπρίκια, γαζιέρες.  Ακολουθούσε το μπακάλικο του Σουνίτη μ’ ένα σκαλοπατάκι μπροστά και το γιαουρτάδικο του Μαργαρίτη εκεί που μετά ξεπήδησε το πρώτο τύπου super market μαγαζί του Νίκου Τακίδη.  Δίπλα, ένας μικρός φούρνος και από πάνω το σπίτι της αξέχαστης Βίλης βουτηγμένο στα βελούδα.  Ήταν η πρώτη γυναίκα υπάλληλος της Εθνικής και ακολούθησε η Ολυμπία Βαφειάδη.  Εδώ πέσαμε στο στενό του Τακίδη.  Τα στενά όπως λέγαμε τα δρομάκια που έκοβαν την Αγορά σε φέτες, έπαιρναν το όνομά τους απ΄ τα πιο γνωστά σπίτια που κυριαρχούσαν στο διάβα τους.  Σ΄ αυτό το στενό ήταν το σπίτι του Τακίδη και το ονομάζαμε έτσι όπως το στενό του Ιμβριώτη παραπάνω.
Αν ξαναπάρουμε την Αγορά δεξιά, εκεί που την αφήσαμε στου κυρίου Κλεόβουλου το μαγαζί, θα συναντήσουμε το στιλβωτήριο-καθαριστήριο του Πάπλα, που στεγάζονταν σε ένα πέτρινο διώροφο.  Στις αρχές της δεκαετίας του ’50 πήρε φωτιά, το εσωτερικό του καταστράφηκε ολοσχερώς και οι πέτρινοι τοίχοι του φάνταζαν μαυρισμένοι επί σειρά ετών ως να κατεδαφιστεί.  Η φωτιά έπληξε και το διπλανό μαγαζί των αδερφών Ιωακείμ και Γιάννη Τριανταφυλλίδη.  Ήταν το μαγαζί που επισκεπτόμασταν περισσότερο απ΄ όλα.  Πουλούσε ήδη ραπτικής, κλωστές για τα εργόχειρά μας, εταμίνες, καμβάδες, λινόπανα, φόδρες και μαλλιά.  Τότε οι γυναίκες κεντούσαν και έπλεκαν μανιωδώς.  Ακολουθούσε το πέτρινο μακρομάγαζο του Τακίδη υπερυψωμένο με σκαλιά μπροστά.  Δουλευταράδες αξεπέραστοι μπαμπάς και γιοι.  Πλούσιο μπακάλικο διέθετε του πουλιού το γάλα, ότι δηλαδή κυκλοφορούσε στο ελληνικό εμπόριο.  Λάδια, θρεψίνες, βούτυρα, χαλβάδες, λακέρδες, σαλαμούρες, αλίπαστα κτλ.
Στοπ...  η φωνή του Μασούρια αντιλαλεί και διαλαλεί την άφιξη του «Ιόνιου».  «Ακούστε Καστρινοί...  τα ξ’μερώματα θαν ερτ το Ιόνιον...»  είπε και σταμάτησε.  Άπλωσε τη μαγκούρα του αριστερά-δεξιά να προσδιορίσει που βρίσκεται και αυτή χτύπησε σε ξαπλωμένα τσουβάλια με πατάτες και κρεμμύδια.  Κατάλαβε που βρισκόταν «Κάλε καμένε Τακίδη...  η ντρόπα και το χ’νι θα σε φάγ’» είπε και προχώρησε.  Τυφλός ήταν ο Μασούριας.  Ήξερε ανά πάσα στιγμή σε ποιο σημείο της Αγοράς βρισκόταν και γνώριζε που θα σταματήσει για καύσιμα.  Κατέβαζε τις μισές σαν πορτοκαλάδα.  Δεν το ζητούσε.  Το χέρι της ανθρωπιάς ακουμπούσε τον τροβά του, πριν ο ίδιος τον ανοίξει.  Ήταν ΆΝΘΡΩΠΟΙ οι τοτινοί.
Το μεγαλύτερο βιβλιοπωλείο της Αγοράς θα συναντήσουμε μετά του Τακίδη αρχίζοντας την κατηφόρα προς το Λιμάνι.  Κυριολεκτώ...  μια ελαφριά κατηφορίτσα προς το Λιμάνι μας αλάφρωνε την αναπνοή.
Ο γέρο Βαρβαρής απ΄ τον Πλατύ ήταν ένας γέροντας στυλ Όρσον Ουέλες.  Φορούσε γυαλιά μυωπικά που τα κρατούσε επίτηδες χαμηλά πάνω στη μύτη του, ούτως ώστε να βλέπει και πάνω απ΄ αυτά όταν έριχνε τη ματιά του στα μακρινά.  Είχε παχιά φουσκωτά χείλια και μιλιά μπουρδουκλωτή που δύσκολα καταλάβαινες τι έλεγε.  Ο γιος Αντώνης, βοηθούσε ως να το αναλάβει ολοκληρωτικά.  Ευγενικός, ακούραστος, εξυπηρετούσε όλους σχεδόν τους μαθητές του νησιού.  Ιδίως στην αρχή της σχολικής χρονιάς που έπρεπε να προμηθευτούμε τα βιβλία μας.  Τα βιβλία τότε δεν ήταν δωρεάν.  Τα παραγγέλναμε στα βιβλιοπωλεία και μας τα έφερναν.  Έτσι παρά τη φτώχεια που έδερνε την εποχή, κάθε παιδί έπρεπε να προμηθευτεί τα βιβλία του.  Υπήρχαν παιδιά που διάβαζαν με δανεικά βιβλία και άλλα που τα αγόραζαν μισοτιμής δεύτερο ή τρίτο χέρι από περσινά παιδιά.
Ένα γλυκομάγαζο συναντούμε πιο κάτω.  Για να μπεις μέσα έπρεπε να κατεβείς δυο τρία σκαλάκια.  Μια μηχανή άλεθε φρεσκοκαβουρντισμένο καφέ μπροστά σου, στήλιζε η Αγορά.  Καραμελομάγαζο ήταν το μαγαζάκι αυτό του Βαρτεβανιάν κι’ όλα τα σιρόπια της Ανατολής τα ‘χες μπροστά σου.  Πούλαγε και ξηρούς καρπούς καβουρδισμένους.  Αμέσως μετά, η ταβέρνα του Σαράντη Παντελιά.  Μάγειρας καλός, καραβίσιος, είχε βαρεθεί τη θάλασσα κι άνοιξε αυτό το μαγειριό κάτω ακριβώς απ΄ το Χάνι του Τραταρού, μια πανσιόν που φιλοξενούσε παραγγελιοδόχους ως επί το πλείστον.
Παρακάτω η μνήμη σκαλώνει στο καραμελομάγαζο των Τσελβελίδων, δυο προσιτά δουλευταράδικα αδέρφια απ΄ τον Πλατύ, που πούλαγαν ότι καραμέλα κυκλοφορούσε στο ελληνικό εμπόριο, σοκολάτες, κουφέτα και εμφιαλωμένα βερμούτ, κονιάκ και ούζα.
Μετά, το μαγαζί που θα μας τραβήξει σαν μαγνήτης, είναι αυτό στο οποίο ξοδεύαμε το Κυριακάτικό μας χαρτζιλίκι.  Φυστίκια, αμύγδαλα, στραγάλια σκληρά και μαλακά με σταφίδες ή σκέτα, ‘λιόσποροι και πασατέμπο μοσχοβολούσαν φρεσκοψημένα σε λαμαρίνες.  Ένα σακουλάκι το δικαιούμασταν κάθε Κυριακή για να διανθίσουμε το «Σα’ μπάν σα’ γκατ» μας.  Το δούλευε ο γέρο Σακαλιέρος και εν συνεχεία ο γιος Στράτος και από πατέρα σε γιο ακόμα αρωματίζει την Αγορά.
Στη γωνιά θα συναντήσουμε το μπακάλικο του Τερζή.  Με τις καλύτερες της Αγοράς παστές σαρδέλες και σαλαμούρες και αμέσως μετά το στενό του Κουκουράκη.
Πάμε πίσω...  Σα μπαν δηλαδή, να ξανασυναντήσουμε το στενό του Τακίδη όπου είχαμε μείνει από αριστερά.  Είπαμε, τη συνοχή της Αγοράς δε θα τη σπάσουμε, θα θυμώσουν οι μαγαζάτορες... έχουν μάθει να χτυπούν αντάμα οι καρδιές τους και αν τους απομακρύνουμε θα τους μειώσουμε τις ανάσες.
Το πρώτο μαγαζί που θυμάμαι είναι το ξυλοκοπτείο του Τσοκαρά, ενός γιγαντοπαλίκαρου που είχε στο βάθος μια ηλεκτρική κορδέλα και έκοβε ξύλα για τις σόμπες και όχι μόνο.
Δίπλα ακριβώς, και απέναντι απ΄ του Βαρτεβανιάν το χώρο μοσχοβόλιζε ένα όμοιο μαγαζί.  Ήταν του Ζαβέν.  Το δίδυμο αυτό των καφεκοπτείων αρωμάτιζε την Αγορά, που οι μυρωδιές της την χαρακτήριζαν περισσότερο ακόμα και απ΄ τα χρώματά της.  Μυρωδιές ουσιώδεις για ‘μας που δεν ξεκόλλησαν ποτέ απ΄ τα ρουθούνια μας.
Ακολουθούσε το χρυσοχοείο του Καψάλη, το φωτογραφείο του Ρουσβάνη και μετά το σομπάδικο, γκαζιεράδικο, ντενεκετζίδικο του Μελίδη.  Ακόμα και σήμερα βρίσκεται στη θέση του με εξέλιξη στα εμπορεύματά του.
Το μπακάλικο του Γκιάλη ακολουθούσε και έδενε με το κτίριο της Αγροτικής Τράπεζας, το μετέπειτα παστοτζίδικο του Παπαδημητρίου, που πάστωνε και κονσερβοποιούσε τις σαρδέλες και τους κολιούς που ψάρευε το γρι γρι του Τούρκου.
Όταν οι παλαμίδες του Βορείου Αιγαίου αποφάσισαν να αυτοκτονήσουν κοπαδιαστές, ξεράστηκαν στις ακτές της Λήμνου, ψαρεύτηκαν, άλλες για να χορτάσουν πεινασμένα στόματα και άλλες για να παστωθούν.  Όλη η Αγορά μύριζε επί ένα μήνα παλαμιδίλα και οι φούρνοι που της έψηναν μπέρδευαν τη μυρωδιά του φρέσκου πρωινού ψωμιού με ‘κείνη του μουρουνόλαδου.  Χόρτασε ο κόσμος και αηδίασε η όσφρησή του.
Στοπ στενό.  Το στενό του Χάρου ακριβώς καρσί απ΄ το στενό του Κουκουράκη, εκεί που είχαμε σταματήσει δεξιά και θα συνεχίσουμε τώρα.  Την ευθεία των δυο στενών που προσπαθούν τα ρημοτομήσουν την ακαταστασία της ενδοχώρας, σταυρώνει σ’ αυτό το σημείο το διαυρωμένο πλακόστρωτο.  Στα 100 μέτρα μας λοξοκοιτά η πλατεία του λιμανιού.  Γυρνάμε στο στενό του Κουκουράκη.  Σταματούμε την περιδιάβασή μας να ξεδιψάσουμε.  Η γωνιακή παραδοσιακή πέτρινη βρύση, ολύμπια αμβροσία μας φαντάζει και μας προσκαλεί.  Κάνουμε γούρνα τις χούφτες μας και ξεδιψάμε.  Το γωνιακό μανάβικο του Κουκουράκη μας περιμένει.  Το χαμόγελό του μετάγγιση ελπίδας για τους βαρύθυμους.  Μας σερβίρει φρούτα χαμογελώντας.
Τον Παναγιώτη Τζελβελή χαιρετούμε πιο κάτω, που στέκεται μπρος στη φρουταποθήκη του και κουβεντιάζει με τον πολυμήχανο Κώστα Λουλούδη, τον γείτονά του.  Ένα μικρομάγαζο είχε ο Λουλούδης, που έφτιαχνε σόμπες, άλλαζε μπεκ στις γκαζιέρες και μαστόρευε ποδήλατα.
Το μανάβικο του Τσάντα ακολουθούσε και αμέσως μετά το μεγάλο καφενείο του Κουντουρά που θέσπωζε και θεσπώζει ακόμα στη δεξιά έξοδο της Αγοράς στο λιμάνι, με σιδερένια τραπεζάκια μέσα και έξω.  Ένα γωνιακό οικοδόμημα με ξυλοδεμένες τζαμαρίες άφηνε το φως της ημέρας να περνά άπλετο και να φωτίζει τις σφιχτοδεμένες καρέκλες που φιλοξενούσαν τη λαϊκή σοφία.  Άπλωνε και στη μπροστινή του αυλή τραπεζάκια, όπως και τώρα, που έδιναν την πρώτη χειραψία στους επιβάτες που έβγαιναν απ΄ το καράβι και την τελευταία σ΄ αυτούς που έμπαιναν.  Στη γωνιά του το περίπτερο του Καρκαντή, τροφοδοτούσε τσιγάρα τους περαστικούς.
Αριστερά, αφήσαμε το παστοτζίδικο να χαροπαλεύει στα χέρια του Γιώργου του κουρέα.  Η ταμπέλα του τραβούσε περίεργα τα μάτια των περαστικών «ΚΟΥΡΕΙΟΝ Ο ΧΑΡΟΣ».  Όλα τα μαγαζιά είχαν ταμπέλες, ξύλινες ως επί το πλείστον,ή ντενεκεδένες, με λαδομπογιά γραμμένες, πολλές φορές και λουλουδοστολισμένες.
Χαριτωμένος άνθρωπος ήταν ο Γιώργος.  Όπως κι όλη του η οικογένεια.  Ο πατέρας έπαιζε βιολί.  Πιο πάνω είχαμε συναντήσει και τον αδερφό του Μπάμπη, φορτωμένο με τη δερμάτινη ταχυδρομική τσάντα, να μοιράζει το ταχυδρομείο που έφερε το χθεσινό καράβι.  Ήταν λεβεντόπαιδα κι οι δυο τους, χόρευαν και τραγουδούσαν και ξεσήκωναν τ’ Αντρώνι όπου είχαν το σπιτικό τους.
Ένα μικρομάγαζο ήταν σφηνωμένο, ίσα ίσα που χωρούσε ο Χρήστος Στεφάν πίσω από ένα κοντόχοντρο κορμό δέντρου και μαστόρευε παπούτσια, άλλαζε τακούνια και σόλες.
Δίπλα, το μπακάλικο του Κασίμη, που η εξέλιξή του αργότερα ήταν σε είδη κυνηγιού και αλιείας.
Αμέσως μετά, το μπακάλικο των αδερφών Μικίδη, Ηλία και Αντρέα.  Είχε δυο εξώπορτες αν θυμάμαι καλά, στολισμένες με σακιά γεμάτα φασόλια, κουκιά, φακές, χαρούπια, και στο εσωτερικό του πουλιού το γάλα.  Ο Ηλίας ήταν αξιωματικός, είχε τραυματιστεί στον πόλεμο του ’40 χάνοντας το ένα του πόδι και είχε παρασημοφορηθεί.  Είχε αξιόλογη οικογένεια, γυναίκα άφταστη νοικοκυρά και κόρες που εκπέμπουν καλοσύνη και ευπρέπεια.
Ακολουθούσε ο φούρνος του Γιάννη Μινερή απ΄ τον Κάσπακα.  Μια μικρή εσοχή έκαμνε και κάνει ο δρόμος που οδηγεί στην είσοδο του αρχοντικού του Αντώνη Μιχαήλ, πρώτου ξάδερφου του πατέρα γι΄ αυτό και γνωρίζω τη μαρμάρινη πολυτέλεια, τη σπάνια εσωτερική διαρρύθμιση και επίπλωση τούτου του σπιτιού.  Η γυναίκα του Ελένη, λεπτή, ευγενική, απόμακρη, με καλλιτεχνική κουλτούρα, έπαιζε πιάνο και εξέπεμπε αριστοκρατισμό.
Στα ριζά τούτου του σπιτιού ξεφύτρωσε στις αρχές τις δεκαετίας του ’50 το ζαχαροπλαστείο του Νίκου Κοτζαμάνογλου.  Παρέδωσε το μπουγατσατζίδικό του, αυτό που συναντήσαμε κάτω απ΄τον ασλάνη, στους οικοδόμους να το χτίσουν, μαγαζί και σπίτι από πάνω.  Εκεί στεγάστηκε η νεοϊδρυθείσα Εμπορική Τράπεζα.  Ο κυρ’ Νίκος ήρθε εδώ στο λιμάνι να ανοίξει ζαχαροπλαστείο να γλυκάνει την περιοχή.  Στα λιγοστά τραπεζάκια που άπλωνε έξω το καλοκαίρι, μπορούσες να δροσιστείς με αγνό μαστιχοαρωματισμένο παγωτό.  Πάστες, κανταΐφια, μπακλαβάδες και μπαμπάδες ήταν φρεσκότατα και καλοκαμωμένα.
Δίπλα, μια μικρή τριγωνική σφήνα, έδενε θαρρείς το ζαχαροπλαστείο με τον καφενέ του Ψαριανού.  Ήταν το κουρείο του συμπαθέστατου Γιώργου Ζαφειρόπουλου.  Κόρη του η λυγερή Τασούλα με τις μακριές μαύρες πλεξούδες που έφταναν ίσα με τη μέση της.
Και να ‘μαστε στο καφενείο του Ψαριανού που πάνω του σηκώνει το αρχοντόσπιτο του Πρεβελάκη με τα ψιλογάλαζα τότε παραθύρια και τα σιδεροστρόγγυλα μπαλκόνια.  Το θεωρώ το πιο προνομιούχο σπίτι του νησιού.  Απολαμβάνει την ολοκληρωτική θέα του λιμανιού και αναπνέει τη μυρωδιά του.  Ατενίζει τον κόλπο και είναι η πρώτη ματιά που αντικρίζει τα καράβια που μπαίνουν και η τελευταία που τους κουνά το μαντήλι.  Απέναντί του δεξιά, παντεπόπτης Δίας, το γκριζωπό φρούριο βιγλίζει τους θαλασσινούς δρόμους και τις δημοσιές του νησιού απολαμβάνοντας τη μοναξιά του θρόνου.  Κάτω απ΄ το αρχοντόσπιτο του Πρεβελάκη, με κυρά και αφέντρα την πασίγνωστη Ολυμπία με τον σφιχτό κότσο, απλώνεται ακόμα το καφενείο του Ψαριανού.  Ένα ακόμα πνευματικό χωνευτήρι λαϊκής σοφίας.  Τον εσωτερικό του χώρο τότε, στόλιζε ένα καταπράσινο μπιλιάρδο, ενώ ο εξωτερικός του χώρος ήταν αυτός που στόλιζε την πλατεία του λιμανιού και την ξεκούραζε στις πολυθρόνες του τα Καλοκαίρια, βροντοχτύποντας ζάρια και παίζοντας καπίκια.  Τότε, έβγαζε τραπεζάκια και πέρα απ΄ το δρόμο, δίπλα στο μικρολίμανο, κάτω απ΄ τη μεγάλη μουριά και μπρος στο πρακτορείο του πατέρα.  Έτσι, το Χειμώνα λειτουργούσε σα σόμπα που μάζευε τα γεροντάκια στη ζεστασιά της να μεθούν τη μνήμη τους ξεκουκίζοντας τα κομπολόγια τους.  Σαν τις κίτρινες χάντρες του κομπολογιού έπεφταν οι πολεμικές και θαλασσινές ιστορίες των θαμώνων και η μια έφερνε την άλλη.  Ανδραγαθίες, περιπέτειες, ναυάγια, ξεβρασμένες ψυχές και χαροπαλέματα με τα ξυλοκάικα στα δύσκολα της εποχής ταξίδια.  Το Καλοκαίρι δρόσιζε τους περαστικούς, ξένους και ντόπιους, με γκαζόζες, γλυκά του κουταλιού, υποβρύχια, παγωτό.
Έχουμε πια βρεθεί καταμεσίς της πλατείας του Λιμανιού, απέναντί μας το λαιμό του στολίζουν πολύχρωμες χάντρες οι ψαρόβαρκες.  Έχει πέσει τ΄ απομεσήμερο, η Αγορά έχει χάσει το ρυθμό της.  Ο μεσημεριανός ήλιος την έχει κάνει σκνίπα.  Η μνήμη άρχισε να σπαρταρά, πλησιάζω στον πατέρα.  Να το ναυτικό του πρακτορείο.  Δίπλα στο μικρολίμανο, να ρουφά του φυκιού τη μυρωδιά, των ψαράδων την αρμυρή ανάσα.  Ψαράδες, ναυτικοί, χαμάληδες μπαινοβγαίνουν στο πρακτορείο σα να ‘ναι παιδιά του όλοι τους.  «Γρηγόρης Βαγιάκος - Ναυτικός Πράκτωρ»  γράφει η ταμπέλα του.  Τι να πω για τον πατέρα;  Πως ήταν ο καλύτερος πατέρας του κόσμου;  Τετριμμένο μου φαίνεται, δεν με ικανοποιεί.  Γλυκιά ολογάλανη η ματιά του είχε ένα ταξίδι μέσα της.  Εθισμένη στη ναυτική αγρύπνια, ατένιζε τη ζωή στοργικά και η ψυχή του ήταν δοσμένη στην οικογένειά του και στους ανθρώπους του λιμανιού, Λιμάνι ο ίδιος για τις ψυχές τους.  Η σκέψη του στοχαστική και ο λόγος του όταν έπεφτε ήταν σφραγίδα.
Δίπλα ακριβώς, το εκτελωνιστικό γραφείο του Στέλιου Καραγιάννη, ένα χρυσό παιδί με μελένια ματιά και παραδίπλα το ναυτικό πρακτορείο του Μπουρνιά που τότε πρακτόρευε το «Κανάρης Καραϊσκάκης».  Ο Χρυσόστομος Κατερίνης ήταν ο συνεργάτης του.  Πρέπει να γυρίσω πίσω, αλλιώς θα πέσω στα νερά του μικρολίμανου.  Ένα μικρό στενάκι με χωρίζει.  Στη γωνιά του πρακτορείου του πατέρα ένα περίπτερο καρφωμένο, του Παναγιώτη Ψαριανού, πουλά τσιγάρα, τσίχλες, νυχοκόπτες.  Στρίβω τη γωνιά και πέφτω πάνω σε τρία μανάβικα, τα δυο ήταν των αδερφών Χρήστου και Σίμου Καλαφάτη, το τρίτο και μεσαίο το είχε ο Γιώργος Γιαννακουδάκης.  Μια μπολικάδα χρώματα, μια μπολικάδα χιούμορ, σπιρτάδα, καλαμπούρι.  Τρεις άνθρωποι της πιάτσας πείραζαν και δέχονταν πειράγματα απ΄ τους γείτονες, περαστικούς, πελάτες.  Τα εμπορεύματά τους είχαν την άνεση να απλώνονται σε καφάσια πάνω σε εμφανείς πάγκους έξω απ΄ τα μαγαζάκια τους.  Το βράδυ, ότι απέμενε το σκέπαζαν με μουσαμάδες και το λαγανό φως του επόμενου πρωινού τους έβρισκε να ξαναγεμίζουν τους πάγκους τους με φρεσκοφερμένα λαχανικά απ΄ τους μπαξεβάνηδες της περιφέρειας.  Η Αγορά τότε, όσον αφορά τα λαχανικά της, στηρίζονταν στις εγγενείς δυνάμεις της και όσον αφορά τα φρούτα της, οι εγγενείς αδυναμίες της, την είχαν κρεμάσει στα καΐκια που πηγαινοέρχονταν, στη Χιό, στο Βόλο, στην Καβάλα για τα χειμωνιάτικα φρούτα.  Η ευπάθεια των ανοιξιάτικων φρούτων δεν μας επέτρεπε να τα δοκιμάσουμε έτσι περιμέναμε τα καλοκαιρινά, σταφύλια, σύκα, καρπούζια, πεπόνια.  Καρπούζια έφερναν και απ΄ την Κεραμωτή.  Αν στρίψουμε δεξιά θα συναντήσουμε το ψαρομαγειριό της Ελπίδας.  Απέναντι ένα δίπατο ξεκάρφωτο, ιδιοκτησίας Λασκαρίδη, ήταν μπακάλικο κάτω και πάνω σπίτι.  Αν μπούμε στο στενό δρομάκι που ξεκινά μετά του Λασκαρίδη θα συναντήσουμε σε λαβυρινθοσόκακα χασαπιά και ψαράδικα. Αμέσως μετά άνοιγε η μικρή πλατειούλα του μικρολίμανου, εκεί που τώρα είναι οι γραφικές ψαροταβέρνες τότε υπήρχε το ουζάδικο του Γιώργου Γκαλελή, το επονομαζόμενο «Τέξας», ακριβώς επειδή κάθε βράδυ «γίνονταν Τέξας». Αν ξαναπάρουμε τη γωνιά ο φούρνος του Δράκου μας υποδέχεται να μας προσφέρει φρέσκο επτάζυμο παξιμάδι.
Δίπλα, το μανάβικο του Γριτζαλή και στη γωνιά του στενού που φρακάρουν τα φορτηγά το μπακάλικο του Γκουγκούμη.  Στη συνέχεια θα συναντήσουμε τον γερο-Γιαννόπουλο απ’ το Πλατύ με τις αντιπροσωπείες τσιγάρων, θα αγοράσουμε ένα τσουκάλι γιαούρτι απ΄ τον Μανώλη... και θα αποχαιρετήσουμε τη δεξιά πλευρά της Αγοράς δίνοντας την τελευταία χειραψία μας στον Παρισίδη, που χωμένος στο απλωτό του μπακάλικο παλεύει με τις σέσουλες και σερβίρει τους πελάτες ρύζια και ζάχαρες.
Έχουμε αφήσει σε εκκρεμότητα την αριστερή πλευρά.  Εκεί γυρνάμε και δίπλα στον Ψαριανό θα συναντήσουμε ένα κομψοτέχνημα εξωτερικής και εσωτερικής αρχοντιάς.  Στεγάζονταν η Εθνική Τράπεζα εκεί.  Συνεχίζουμε με το στενόμακρο καφενείο του Πλαφαδέλη.  Μια ταπεινότητα σε λεβέντικη κορμοστασιά σώματος και ψυχής σερβίριζε καφέδες. Ένα παρόμοιο μαγαζί δίπλα, αυτό του Πραβλή εξελίχθηκε μετέπειτα σε πρακτορείο.  Ακολουθεί το εστιατόριο του Μαθιουδάκη και πέφτουμε στη γωνιά, όπου συναντούμε το Πρακτορείο Τύπου, μοναδικό στο νησί.  Μοναδικός και ο κάτοχός του ο κοντόσωμος αρχοντικά ντυμένος με γκριζωπό ρεπούμπλικο Βαφειάδης.  Εκτός από εφημερίδες έβρισκες εκεί και περιοδικά της εποχής, θησαυρό, ρομάντζο, μάσκα, αλλά και σχολικά βιβλία και βοηθήματα «μεταφράσεις, λύσεις, λεξικά».  Τρία φωτεινά ως τα τώρα αστέρια οι κόρες του Ευθαλία, Ολυμπία, Αντιγόνη, στολίζουν ακόμα και σήμερα την κοινωνία της Λήμνου και η σφραγίδα τους είναι από αυτές που θα μείνουν.  Περνούμε το στενό του Μαχαίρα όπως λέγαμε τότε και αμέσως στη γωνιά που ακόμα φρακάρουν τα φορτηγά θα συναντήσουμε ένα ουζερί, το μπακάλικο του Βαγγέλη Περτσά, το μπακάλικο του Μαυρόπουλου και κατόπιν τις αντιπροσωπείες των αδερφών Θανάση και Αλέκου Κουκουτού. Ακολουθούσε ένα παλιό μαγαζί με γκριζωπά παντζούρια, όπου ο Αναστάσης Παπάς, που χρημάτισε και δήμαρχος αργότερα, εμπορεύονταν άλευρα.  Η Αγορά τελείωνε με τον φούρνο του Θασίτη.
Βιάζομαι κάπως, με κούρασε τ΄ απομεσήμερο, σε λίγο θ’ αρχίσω τις καλησπέρες.
Στην πλατεία του λιμανιού αφήσαμε σε εκκρεμότητα τα μαγαζιά που ξεκινούν απ΄ του Κουντουρά το δεξί πλευρό.  Ένα στενό μας οδηγεί στο κτίριο της Ένωσης.  Ένα χαστούκι στο πρόσωπο της Αγοράς ένα στιλέτο καρφωμένο στην πλάτη της.  Μια παραφωνία που ξεστράτισε μια άκομψη ξεσκούφωτη, αδιάντροπη τσιμεντένια σιχαμάρα, που ήρθε να στηθεί προς το τέλος της δεκαετίας του ’50 για να επισκοπεί την ταπεινότητα, της κεραμοσκεπασμένης πετρόχτιστης και ξυλόχτιστης Αγοράς.
Γυρνάμε πίσω, εκεί που αφήσαμε το στενό της Ένωσης.  Το πρώτο μαγαζί που δένει τη γωνιά της δεξιάς πλευράς της πλατείας του Λιμανιού είναι ένα πετρόχτιστο μαγαζί υπερυψωμένο με σκαλιά μπροστά, πέτρινα κι αυτά.  Ήταν των αδερφών Λευτέρη και Νικόλα Πολυταρίδη και του Αντώνη Μιχαήλ.  Είδη καγκελερίας και ξυλεία πωλούσαν.  Εκεί στεγάζονταν και το πρακτορείο του «Ιόνιο».  Την ξυλεία εισήγαγαν απ΄ το εξωτερικό και όταν ξεφόρτωνε το ξενόφερτο βαπόρι, ο χώρος μπρος στο δημαρχείο γέμιζε ξυλόταβλες.
Δίπλα ήταν το καρβουνάδικο του Παπάμαλη, το κουρείο του Σγούρου και στη γωνιά το καφενείο του Τραμουντάνη.  Πάνω του απλώνονταν καλύπτοντας όλη τη γωνιά το σπίτι του Τραταρού, που μετατράπηκε σε ξενοδοχείο «Ακταίο» και τότε το δούλευε ο Αδαμάντης Καραγιάννης, το μεγαλύτερο πειραχτήρι της Αγοράς.  Δίπλα, το μονοπώλιο του αλατιού και των σπίρτων.  Τα διέθετε ο Γιάννης Δεληγιάννης.  Απέναντι στο λιμανίσιο ξέφωτο, ένα λυόμενο... μια γαλαζοξεφτισμένη ξυλοπαράγκα, υπερυψωμένη ελαφρά, στέγαζε το λιμεναρχείο.  Όταν έρχονταν τα καράβια, έστηναν ξύλινα κάγκελα κι έκλειναν το χώρο, αφήνοντας μόνο τους επιβάτες προς επιβίβαση να περάσουν και τους χαμάληδες.  Εκεί που τώρα ξεπουλούν τα αλειεύματά τους οι ανεμότρατες, δυο πετρόχτιστα μακριά σκαλοπάτια, θαλασσοχτυπημένα, βοηθούσαν τους επιβάτες να αποβιβαστούν και επιβιβαστούν στις μαούνες και τα βενζινοκάικα για το σούρτα φέρτα στο βαπόρι που ήταν αρόδο στο Λιμάνι και κατέβαζε σκάλα για τα ανεβοκατεβάσματα, που γίνονταν δύσκολα όταν είχε μπότσι.
«έλα...  έλα...  ανοίξτε ντρόμο...  μπρος...  έλα μπρε...   κάνε πέρα περάσουμε να κάνουμε ντουλειά μας...»  η φωνή των Μαύρηδων ακούγεται καθώς σέρνουν σα ζεμένα άλογα ένα τετράτροχο καρότσι με ξύλινα δοκάρια για λαβές, γεμάτο βαλίτσες και καλάθια.  Ήταν οι αγαπητοί σε όλους χαμάληδες της Αγοράς, δυο αδέρφια ξενόφερτα, που ρίζωσαν στο νησί.  Οι γυμνές τους πατούσες, πλατάγιζαν στο πλακόστρωτο.  Οι μορφές τους αδρές, πελεκημένες θαρρείς σε ξύλο.  Οι ματιές τους σπινθηροβολούσαν εργατικότητα και δίψα για τον επιούσιο.  Συχνά τους συναντούσες με τσουβαλοκαλημένα τα κεφάλια να τα προστατέψουν απ΄ την καρβουνόσκονη όταν ξεφόρτωναν τα καΐκια.  Να πιο ‘κει και ο Τζώνης με ένα χειροκίνητο τρίροδο καρότσι τους συναγωνίζεται.  Στα πόδια τους μπουρδουκλώνεται και ο Νικολής η Καλομάνα.  Ντυμένος τη σκληρή κρούστα της ασημαντότητας περιφέρεται σαλιωμένος με μαύρο σκούφο στο κεφάλι να προφυλάξει τα λειψά μυαλά του.  Είναι το στέκι του εδώ.  Παιδί του λιμανιού κι αυτός ζει με τις αναπνοές του και απολαμβάνει τη φροντίδα όλων.
Οι άνθρωποι του λιμανιού ήταν δεμένοι μεταξύ τους.  Μετάγγιζαν αρμύρα ο ένας στον άλλο και πάστωναν συναισθήματα για να ‘χουν... και είχαν...  είχαν και μοίραζαν με την απλοχεριά του φτωχού που δε φοβάται να χάσει τα πλούτη του.
Πίσω από το λυόμενο του Λιμεναρχείου, ο φαρδύς δρόμος προς την προβλήτα είχε δεξιά του το Δημαρχείο όπως είναι σήμερα.  Ακολουθούσε το σπίτι του δάσκαλου Ευφραίμ Σεραφετινίδη.  Εκεί στεγάζονταν το Ταχυδρομείο με διευθυντή τότε τον αξέχαστο Γιάννη Δούκα.
Δίπλα, του Ζαλτατζή το σπίτι, στο ισόγειο του οποίου ήταν η ταβέρνα του Σκαπέτη με το σημαδεμένο πρόσωπο, πριν μεταφέρει το μαγειριό του στον καροτσόδρομο μπρος στον τότε σταθμό των λεωφορείων.
Το μοναδικό πολυσύχναστο εστιατόριο του Αριστείδη Καμπούρη δέσποζε στον εν συνεχεία χώρο και τα Καλοκαίρια συγκέντρωνε τους καλοφαγάδες και τους παραθεριστές που ήταν ως επί το πλείστον Λημνιακής καταγωγής.  Ο τουρισμός αγέννητος τότε, ούτε καν στα σπάργανα.
Γωνιακά φωλιασμένο στα ριζά του Κάστρου το ουζερί των αδερφών Παπάμαλη τραβούσε τους μερακλήδες με τη μυρωδιά του λιαστού χταποδιού που ψήνονταν στα κάρβουνα.  Ξεκίνησε ουζερί και εξελίχθηκε σε ψησταριά.  Λίγο πιο κάτω τα δημόσια ουρητήρια έκλειναν το στεριανό άνοιγμα του λιμανιού.
 
Το ταξίδι μας εδώ τελειώνει και το τέρμα ποτέ δεν ξεπερνιέται...  εκτός αν το φορτώσεις στο τελευταίο λαμπαδόρι.  Δεν είμαι βέβαιη αν η περιήγηση ήταν αλάνθαστη.  Επειδή όμως βαριέμαι αφάνταστα τους ανθρώπους που δηλώνουν βέβαιοι, προτίμησα τροφή την αμφιβολία μου, υπερπήδησα τα εμπόδια και προχώρησα.  Το βέβαιο είναι ότι χαλιναγώγησα τη μνήμη μου όσο μπορούσα.  Αν την άφηνα στο ξέφρενο τρεχιό της δεν θα μου έφτανε βιβλίο ολόκληρο.  Κάθε μορφή της Αγοράς που συναντήσαμε έχει τη δική του ιστορία που μπλέκεται μέσ’ στην ιστορία του άλλου και γεννά.  Έτσι το «ζήσαμε εμείς καλά και αυτοί καλύτερα» δεν θα το συναντούσαμε ποτέ.  Βαθύ το πηγάδι της νιότης.
Ως να φτάσουμε ως εδώ ένα τριανταφυλλένιο ‘λιόγερμα έχει πέσει.
Κάθομαι στον καφενέ του Ψαριανού, κάτω απ΄ τη μουριά, δίπλα στου πατέρα τη στοργική ματιά.  Μου προσφέρει μια γκαζόζα να ξεδιψάσω.
Ο ξεχαρβαλωμένος νευροψυχισμός της Αγοράς έχει κατακάτσει.  Το τερέτισμα των τζιτζικιών πάνω στη μουριά σιγά σιγά ξεκουρδίζεται.  Εξαϋλωμένες οι μορφές του μόχθου ρίχνουν νωθρές ζαριές στο τάβλι.  Πίνω...
Τιθασευμένα τα χελιδόνια κάνουν τις τελευταίες τους στροφές επιδεικτικά και τρυπώνουν στη θαλπωρή των φωλιών τους κάτω απ΄ τα στρογγυλά μπαλκόνια του Πρεβελάκη.
Η ώρα μπαίνει στο μελί.  Γλυκά κρασάτα τα μάτια του δειλινού.  Ένα φεγγάρι της γέμισης άρχισε να αχνοφέγγει.  Η πιπερίλα της μέρας απομακρύνεται και την αφήνει να πέσει χαλαρά στη γοητευτική μαρμαρυγή της νύχτας.  Πίνω την γκαζόζα μου να ξεδιψάσω.
Στο λαιμό του γλαρωμένου μικρολίμανου ρουμπινένια πετράδια τα λαμπαδόρια υπακούουν στο κάλεσμα του βενζινοκίνητου γρι γρι.  Μόλις άναψε τη μηχανή του και σχίζει διακριτικά τα νερά σεβόμενο την επιβλητικότητα του μωβ.  Σαν ξελιμανιάσει, θ’  ανοίξει τη μηχανή του και ντουγρού θα χυθεί για την καλάδα.  Ροδαλόμορφος προς το μαβί ο ορίζοντας, σκέψη ταξιδιάρα... πίνω...
«Τα σπλάχνα μου και η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν» έγραφε ο Σολωμός.  Αφήνω την ψυχή μου χαλαρή στον καφενέ, κάνω την γκαζόζα μου πηγάδι και της βάζω καλαμάκι.  Φορτώνω το κορμί μου στο τελευταίο λαμπαδόρι!
«Γειά σου πατέρα, ψελλίζω δακρυσμένη και του κουνώ το μαντήλι μου»  «ΑΝΤΙΟ παιδί μου με την ευχή μου...  θα σε ξανάβρω στους μπαξέδες» απάντησε θολή η γαλανή ματιά του και βούλιαξε στο δάκρυ της.
Ήταν Σεπτέμβρης του 1962 όταν το τελευταίο λαμπαδόρι έσβησε μες τον μαβί ορίζοντα...

Βαρβάρα Βαγιάκου-Βλαχοπούλου