ΑΝΑΒΛΕΜΜΑ

Μια βόλτα στο Ρωμαίικο πενήντα χρόνια πριν
Δημοσιεύθηκε: 10 Ιουνίου 2008 | Εφημερίδα "Λήμνος"

Μεγάλο αραξοβόλι του νου η πατρίδα.
Όταν ο νόστος γίνει πόνος τότε ο νους ανοίγει το σεντούκι του, βάζει πανιά στην κιβωτό του και ψάχνει να σωθεί.... Να λημεριάσει ζητά σε ένα κουφάλιασμα της Ιθάκης του. Κάθε νους έχει σεντούκι και κιβωτό. Αλίμονο σ' αυτόν που τόχει χάσει. Προσωπικά κλειδοκρατώ στην κιβωτό του νου μου τους θησαυρούς της δικής μου μυθολογίας και εκεί ανατρέχω με άφατη τρυφερότητα, αν χρειαστεί να απαλύνω συναισθήματα, να γεμίσω τρύπες και μπαταρίες, να διανθίσω στιγμές μοναξιάς.
Σήμερα αποφάσισα ν' ανοίξω το σεντούκι, (μια πρόωρα ανθισμένη παπαρούνα η αιτία). να βάλω πανιά στην κιβωτό μου και να σας ταξιδέψω σε μια βόλτα στο Ρωμαιΐκο γιαλό δεκαετία πενήντα.
Να συνοδοιπορήσω με τους παλιούς μου γείτονες, αυτούς που είχαν την τύχη, όπως κι εγώ, να σηκώνουν το ασπροκέντητο κουρτινάκι και ν' αγναντεύουν πέρα για πέρα τους απέραντους δρόμους του νερού, που απ' τη μια μεριά τους μποδίζει το Κάστρο, από την άλλη ο Πέτασος και στα μακρινά τους μερεύει το γαλακτερό αχνοφέγγισμα του Αγιονόρος.
Ανοιξιάτικη την λαχταρώ η βόλτα. Μαγιάτικη. Ξεκούρντιστη τη θέλω τη φύση τύφλα στο μεθύσι. Πνιγμένη στις απόπνοιες των ανθών της ακακίας, του τριφυλλιού, της καυκαλίθρας. Χυμένες οι μπογιές παντού. Να κυριαρχεί το άσπρο του χαμομηλιού, το κίτρινο της μαργαρίτας, το κόκκινο της παπαρούνας, το μαβί του τριφυλλιού....
Την κάναμε συχνά τούτη τη βόλτα τότε....κείνα τ "απομεσήμερα. Από τη Βόντελα ως το Μονόπετρο, ένα πολύχρωμο λιβάδι απλωνόταν παράλληλο στην αμμουδιά, ανάμεσα στο δρόμο και στο κύμα Το ανέκοπτε σε μια μεριά η τσιμεντένια πίστα χορού του «Τερέν» σε μια άλλη ο τελματωμένος αυτή την εποχή ποταμός …κι από κει και πέρα η ξάπλα του λιβαδιού ως το Μονόπετρο σε καλούσε να κυλιστείς πάνω του, ν' αφουγκραστείς τους οργασμούς του. να σοδιάσεις μυρωδιές.
Ξεκινούσαμε από την Αγία Παρασκευή. Προσκυνούσαμε ευλαβικά το καλά φωλιασμένο προσκυνητάρι και ανάβαμε το καντηλάκι της. Πίσω μας ακριβώς αφήναμε περιφρονητικά την ερειπωμένη Βόντελα. Τα παραθύρια της χωρίς παντζούρια και τζάμια έχασκαν ορθάνοιχτα στο Αιγαίο. Ξεφτισμένα τα στεφανώματά της, θύμιζαν αίγλη. Απάγκιο των γλάρων, των αδέσποτων και των φαντασμάτων. Έτσι τουλάχιστον την ήθελε η οργιάζουσα παιδική μας φαντασία. Ο ανύπαρκτος νυχτερινός φωτισμός της περιοχής καλλιεργούσε την εντύπωση σε μας τα παιδιά πως ήταν το βασίλειο των φαντασμάτων, που θα’' βγαιναν τη νύχτα και θα μας κυνηγούσαν. Γι' αυτό το βράδυ ποτέ δε φτάναμε ως εκεί. Ένας στύλος της Ηλεκτρικής Εταιρίας μπρος το σπίτι της Χαρούλας.. αχνόφεγγε. Σπίθα παρηγοριάς απ' τη μια, πηγή σκιών απ' την άλλη, σκιές που η φαντασία τις μετουσίωνε σε φαντάσματα. Κι όμως κάποιος κοιμόταν εκεί μέσα. Κάποιος εκεί μέσα περνούσε την αιωνιότητα των στιγμών του, και αυτός ο κάποιος ήταν ο τυφλός ζητιάνος της εποχής, ο πασίγνωστος Μασούριας.
Το πρωί έκαμνε τον ντελάλη στην αγορά προαναγγέλλοντας την άφιξη του «Κως» και του «Ιόνιου», καράβια της εποχής. Ντελάλιζε και ζητιάνευε συγχρόνως, τυλιγμένος σε κουρέλια. Στα γυμνά του πόδια φορούσε ξεσκισμένα γουρνοτσάρουχα. Στο δεξί του χέρι κρατούσε μια χοντρή μαγκούρα από ασλάνη, μεγαλύτερη απ' το μπόι του. Η μαγκούρα αυτή τον οδηγούσε στα σκοτεινά του βήματα ως το μεσημέρι. Μετά την απόθετε μαζί με το κουρασμένο του κορμί και τον γεμάτο ξεροκόμματα τορβά του, μες τα στοιβαγμένα κουρελόπανα μιας γωνιάς της Βόντελα και περνούσε το υπόλοιπο της... .αιωνιότητας.
Τον βοηθούσε το κρασί σ' αυτό.
Συχνά τη μοναξιά του διάνθιζε η συγκατοίκηση με γύφτους, που έρχονταν στο νησί με καμιά ξεφτισμένη αρκούδα ή μαϊμού, να χτυπήσουν το ντέφι, να χορέψει η αρκούδα, να μαϊμουδίσει η μαϊμού, να πέσουν οι τρύπιες δεκάρες, κοσάρες και τα φραγκοδίφραγκα στο αναποδογυρισμένο ντέφι, να βγει ο επιούσιος.
Απ' όπου κι' αν το πιάσει το μυαλό μου τούτο το ρημαδιό....την φαντασμοκοιτίδα που λέγεται Βόντελα, θλίψη, πόνο και φόβο ξερνά.
Προχωράμε. Δυο δίπατα μικρόσπιτα ενωμένα. Όταν λέω δίπατο, εννοώ το κατάχαμα ισόγειο και τον όροφο με την εσωτερική σκάλα. Μεζονέτα θα το έλεγαν σήμερα. Δυο δίπατα ενωμένα μαχμουρλίδικα, διαπιστευτήρια θαρρείς του πελώριου όγκου του Κάστρου, που τα εξουσίαζε με τη σκιά του και τα έδειχνε πάντα νυσταγμένα. Μια κολώνα της Ηλεκτρικής Εταιρίας έριχνε πάνω τους αμυδρό φως τη νύχτα και τα δήλωνε παρόντα στην ουρά μιας αράδας σπιτιών, που θα προσπαθήσω να σας περιγράψω, όσο μου επιτρέπει η αξιοπιστία της μνήμης μου, που ξεκινά απ' το τέλος της δεκαετίας του σαράντα και τελειώνει στο τέλος της δεκαετίας του πενήντα - αρχή εξήντα, τότε που έφυγα απ' το νησί κι ήρθε κι έκατσε κείνο τ' αγκίστρι στο λαιμό. Αντικείμενο της περιγραφής θα είναι οι άνθρωποι που κατοικούσαν στα σπίτια αυτά, οι παλιοί μου γείτονες δηλαδή κι οχι τα κτίσματα αυτά καθ' αυτά. Προτιμώ πάντα το Ληξιαρχείο απ' το Υποθηκοφυλακείο. Οι άνθρωποι γεννούν τα συναισθήματα κι όχι οι πέτρες και τα τούβλα
Στο πρώτο λοιπόν μικρό σπιτάκι σύρριζα στο φρούριο έμενε ο μπάρμπα-Δαμιανός με την κυρά του τη Σοφία και τις δυο προκομμένες κόρες τους, τη Βαγγέλα και το Δεσποινιώ που αργότερα τις παρέσυρε το μεταναστευτικό ρεύμα, αυτό που στέρησε στο νησί τις αναπνοές του.
Ποιος δεν θυμάται τον μπάρμπα-Δαμιανό; Ήταν ο παιδονόμος του Γυμνασίου. Μόνο για παιδονόμο δεν τον έπιανε το μάτι σου. ισχνός, κοντός σα ξεφτισμένος μίσχος με σκιερό κασκέτο το καλοκαίρι και χοντρό πλεχτό σκούφο το χειμώνα. Απορούσα πως αντιστεκόταν στην κόντρα τραμουντάνα των πολλών μποφόρ ως να φτάσει πρώτος στο Γυμνάσιο, να ανάψει τις σόμπες, να χτυπήσει την κουδούνα, να μαζέψει τα παιδιά, να σημάνει την έναρξη και τη λήξη της δουλειάς. Δύναμη του η καλοσύνη και η ευγενική του συμπεριφορά. Αυτά βάραιναν το κορμί του και το έκαμναν σεβαστό κι εκτιμηταίο απ' όλους. Στο 1955 αποσύρθηκε απ' τη δουλειά κ' αντικαταστάθηκε απ' τον κυρ-Παντελή τον Τούμπο. Γλυκιά μακρινή ανάμνηση ο μπάρμπα-Δαμιανός. Θαλπωρή της μνήμης.
Το δεύτερο σπιτάκι το κατοικούσε μια γλυκιά γυναίκα ψηλή, η Χαριτίνη, πολλοί τη φώναζαν Χαρούλα. Νομίζω ήταν ιδιοκτησία της. Ένα διάστημα, αρχές της_δεκαετίας του πενήντα έμενε εκεί ο ψηλόλιγνος κοκκινοτρίχης γυμναστής, καθηγητής του Γυμνασίου. ο Λούλης Βήχος.
Μετά: Ένα στενό.. ..ένα χάλασμα και το σπίτι του Τσολάκη απ' τον Κάσπακα. Είχε δυο κόρες κι ένα γιο. την Αθηνά, τη Λίζα και τον Αριστείδη. Ο Τσολάκης ήταν φωτογράφος. Ο κατ' εξοχήν φωτογράφος των σχολικών φωτογραφιών. Έστηνε το τρίποδο, κουκούλωνε την κεφαλή του με μια μαύρη χωνοειδή υφασμάτινη κουκούλα «όλοι στο πουλάκι» μας έλεγε και το πουλάκι έβγαινε απ' τη μακρομούρα φωτογραφική του μηχανή κι' απεικόνιζε τη σχολική φωτογραφία «ΕΝΘΥΜΙΟΝ» με καθιστούς τους δασκάλους ή τους καθηγητές κι εμάς τους μαθητές τριγύρω.
Παρά δίπλα είχε ένα μικρό σπιτάκι. Πολύ παλιά έμενε εκεί ο Σαγιάνος. Μετά ο Μπότσμαν με τη μάνα του την Σοφία, και αργότερα μια άλλη κυρά-Σοφία, μικρόσωμη, που δούλευε καθαρίστρια στο ξενοδοχείο του Γεροντούδη και μεγάλωνε το μαυριδερό κοριτσάκι της την Αλεξάνδρα.
Μια μεγάλη χανούτα ήταν το παραδίπλα σπίτι. Ένα τριώροφο κτίριο άχαρο κι απεριποίητο. Στο ισόγειο ήταν το ταχυδρομείο του τότε «Κάστρου» κι' από πάνω έμενε η οικογένεια Δεληγιάννη με γιο και κόρη. Την κόρη την έλεγαν "Νίτσα. Εκεί έμενε, επί ενοικίω, και η Θεολόγος καθηγήτρια Σόνια Αντωνοπούλου, με το πράσινο καρό παλτό. Στον δεύτερο όροφο έμεναν μαθητές του Γυμνασίου.
Παρά δίπλα, το σπίτι της κυρίας Φρόσως Παλαιολόγου, που έρχονταν απ' την Αίγυπτο κάθε καλοκαίρι συνοδευόμενη απο τη κόρη της Φανούλα,το γαμπρό της Στέφανο και τούς γιούς τους Χάρη και Ανδρέα.Ηταν μια γλυκοστόλιστη γριούλα με
άσπρο κότσο, γλυκύτατο χαμόγελο, με ταπεινή αρχοντιά και μια γλυκιά κουβέντα στο στόμα για όλους. Ήταν η μάνα του γνωστού Νάνη Παλαιολόγο. Ηταν η γλυκιά γιαγιά της Αλίκης και του Δούκα
Ένα υγροσόκκακο μεσολαβούσε., που έδινε διέξοδο στους ενδοχωρίτες προςτη θάλασσα και διευκόλυνε τους κατοίκους του Ρωμαίικου στην επικοινωνία τους με την ενδοχώρα και την αγορά.
Αμέσως μετά, το δίπατο της Μπεμπέκας και Πάτρας Δημοπούλου. Αιγυπτιώτισσες κι αυτές. Το μισό κρατούσαν για τον εαυτό τους και άλλο μισό το νοίκιαζαν στην οικογένεια Παπαδημητρίου, που είχαν το παστοτσίδικο στην αγορά, εκεί που σήμερα είναι το σουπερμάρκετ του Κουντουρά και που πριν απ' το παστοτζίδικο ήταν η Εθνική Τράπεζα.
Ε. μετά τι;.... Το αρχοντικό των αρχοντικών. Το σπίτι του Χριστοδουλίδη.
Κλειστό, θεόκλειστο, αμπαροκλειδωμένο. Κανείς μας δεν μπορούσε να μπει μέσα.
Βρε, ψάχναμε για πέρασμα, βρε, χωνόμαστε απ’ τα κάγκελα, βρε, σπρώχναμε μπας και ξηλώσουμε κάνα παντζούρι, τίποτα. Κάποτε, κάποιος άνοιξε, και όπως ορμούν τα νερά όταν βρουν διέξοδο, έτσι όρμησε μέσα η παλιοπαρέα του Ρωαίικου να εξερευνήσει το όνειρο. Ότι βλέπαμε ήταν για πρώτη φορά. Μας εντυπωσίασαν οι ευρύχωροι χώροι, η φαρδιά σκάλα με τα ξύλινα, περίτεχνα παρμακλίκια, τα ψηφιδωτά, οι πολυέλαιοι, τα μάρμαρα.,. .ήταν πράγματα που ποτέ δεν είχαμε φανταστεί ότι υπήρχαν. Μάτια μαθημένα στην μεταπολεμική μιζέρια της εποχής, μας αρκούσε η ασπράδα του ασβέστη και η μυρωδιά της λαδομπογιάς.
Προχωράμε… ένα ολόλευκο δίπατο αρχοντικό με γκριζογάλαζα παραθυρόφυλλα.
Στο ισόγειο στεγάζονταν το τηλεγραφείο. Αγαπητότατες φυσιογνωμίες οι υπάλληλοι του. Ο κύριος Μόσχος. Ο κυρ-Γιώργης ο Πατρικιάνος και ο Κωνσταντούδιας με το πείραγμα στη γλώσσα και το χαμόγελο στα χείλη,-ήταν οι υπάλληλοι του.
Δεξιά, ασπροβαμμένες τσιμεντένιες σκάλες οδηγούσαν την οικογένεια Κελάρη στο δεύτερο όροφο όπου κατοικούσαν.
Ο κυρ-Σταύρος ο Κελάρης, διευθυντής της Εθνικής Τράπεζας, με μόνιμο χαμόγελο στα χείλη, άφησε εποχή για την καλοσύνη του και την ευγένεια του. Το ίδιο και η γυναίκα του η κυρία Όλγα, η δασκάλα, -που δεν φοβηθήκαμε ποτέ. Τα τρία τους παιδιά, Ρίτα, Χρήστος, Λάκης πλαισίωναν την πολυμελή παιχνιδοπαρέα του Ρωμαίικου
Μια μικρή εσοχή έκαμνε ο δρόμος κι ένα σπίτι με Μακεδονίτικη αρχιτεκτονική απλωνόταν ξεδιάντροπο, χτισμένο από μπαγνταντί και ξύλινα δοκάρια, που έβγαιναν γυμνά, ξεφτισμένα, άβαφα, να στηρίξουν τον πρώτο όροφο, που προεξείχε του ισογείου. Στο άχαρο τούτο απεριποίητο σπίτι, τη δεκαετία του "40 κατοικούσε η οικογένεια Κορδάκη. "Υστερα ήρθε η οικογένεια Αρώνη να το εξωραΐσει συνειδησιακά με τις κελαριστές Κερκυραικές φωνές τους. Μια οικογένεια, που ζωντάνεψε τη γειτονιά. Ποιος και ποια δεν θυμάται τον κυρ-Σπύρο τον Αρώνη και την κυρία Βάσω την κυρά του, με την τραγουδιστή φωνή, τη δασκάλα όλων μας. Η σκιά της μας συνοδεύει ακόμα. Αν πέρασε δεύτερη τέτοια από τότε μας το λέτε εμάς τους παλιούς να σας αντικρούσουμε εν βοή. Τα τρία τους παιδιά, Μπάμπης, Λουλής και Κική ήταν οι καλοί συμμαθητές, οι καθημερινοί συμπαίκτες στα ατέρμονα παιχνίδια, που σημάδεψαν την εποχή.Αχαρο κρύο, σκιερό στενό, μετά το ξύλινο σπίτι των Αρώνηδων. Κάποιος, κάποτε σκέφτηκε να φυτέψει μια γλυτσίνα στα πλευρά του και τα μαβιά μελιστάλαχτα τσαμπιά της να φωτίζουν τη σκιάδα τούτου του στενού.
Το επόμενο γωνιακό σπίτι ήταν το πέτρινο κρυόσπιτο της Βίγλαινας. Δυο γριές το κατοικούσαν, η Φανή κι η αδερφή της η Ελένη. Η Φανή κοντή με σταθερή περπατησιά, άσπρο κότσο σφιχτοδεμένο, στολισμένο με καφετιά χτενάκια, μπαινόβγαινε με άνεση στην ΑγίαΤριάδα και το παρακείμενο νεκροταφείο, όπου τον αξέχαστο εκείνο σημαδιακό Σεπτέμβρη του 1939, τότε, που η δυστυχία χίμηξε στο νησί με την πυρκαγιά του κινηματογράφου, έθαψε και κείνη τον αδικοχαμένο ανιψιό της, τον ανερχόμενο λογοτέχνη της εποχής Νικολέτο Βίγλα. Η μάνα του Ελένη, αδερφή της Φανής δεν άντεξε ξανά το φως της μέρας, τη λιακάδα, τη ζωή. Ότι εξυμνούσε στα ποιήματά του ο γιος Νικολέτοςτα απαρνήθηκε. Έζησε μεσ' το πετρόχτιστο σκοτεινά, πένθιμα.... συντροφιά με την ανάμνησή του και το κέντημα.
Κολλητά στο πετρόχτιστο ήταν ένα μικρό δίπατο. Το σπίτι αυτό το κατοικούσε η οικογένεια Καρκαντή με μάνα την κυρά-Γιασεμή, που τόλεγε η ψυχή της. Γέννησε τρεις λεβεντογιούς το Νίκο, τον Κώστα και τον Αποστόλη και μια κόρη όμορφη, αφράτη, που δούλευε στην τράπεζα.
Αργότερα κατοικήθηκε απ' την οικογένεια Τατάγια και προς το τέλος του'50 απ' την οικογένεια Κραζούδη.
Το διπλανό αρχοντόσπιτο ξεχώριζε και ξεχωρίζει ακόμα. Εξωτερικές σκάλες
υπερυψώνουν το ισόγειο, που απλώνει τα θεόψηλα παραθύρια του με τα κυματιστά
λαδοβαμένα παντζούρια. Εκεί μεταπολεμικά έμενε η οικογένεια του μπάρμπα
Δαμιανού, πριν πάνε να κατοικήσουν το μικρόσπιτο νυσταγμένο σπίτι σύρριζα στο
Φρούριο. Προφανώς θα τους είχαν μέσα για την επιστασία του διότι το σπίτι ανήκε στις αδερφές Καράλλη, μία εκ των οποίων η Μαρίκα παντρεύτηκε το Γιάννη Ραφτόπουλο, γνωστό καρδιολόγο, γιο του γιατρού Παναγιώτη Ραφτόπουλου που έμεινε στην ιστορία για την προσφορά του. Το σπίτι αυτό έμενε πανζουροσφαλισμένο όλο το χειμώνα και άνοιγε την πόρτα του και τα παραθύρια να φωτιστούν τα μάρμαρα και οι πολυέλαιοι μόνο τα καλοκαίρια, τότε που έρχονταν οι αιγυπτιώτισσες κυράδες του να περάσουν τις διακοπές τους, να δροσιστούν στα γαργαρένια του Ρωμαίικου γιαλού νερά. να γευτούν την κορωνίδα των απολαύσεων το πέσιμο του ήλιου πίσω απ' τ' Αγιονόρος.
Δίπλα ακριβώς το Καρατζάδικο. Η κυρία Καρατζά ήταν μία απ' τις τέσσερις αδερφές Καράλη, το σπίτι όμως που της ανήκε δεν είχε σχέση με το διπλανό, όσον φορά την αρχιτεκτονική του. Ήταν μακεδονίτικης αρχιτεκτονικής με τα δοκάρια να συγκρατούν τον προεξέχοντα δεύτερο όροφο. Η πολυτέλεια μέσα ήταν εξίσου εντυπωσιακή. Μέχρι το 1946-7 κατοικούσε εκεί η οικογένεια του γιατρού Αντώνη Λαμπαδαρίδη με γυναίκα τη γλυκύτατη κυρία Λουκία και γιους το Μανόλη και Γιάννη. Νομίζω πως τότε υπήρχε μόνον ο Μανόλης. Αργότερα παντζουροσφαλίστηκε και στη δεκαετία του '50, άρχισαν να έρχονται τα καλοκαίρια οι πικραμένοι μαραζωμένοι ιδιοκτήτες του, το ζεύγος Καρατζά. Το βαρύτατο πένθος τους είχε κρατήσει μακριά όλα αυτά τα χρόνια. Στη μεγάλη πυρκαγιά του '39 τους είχε λάχει ένα από τα μεγαλύτερα κομμάτια της δυστυχίας. Έχασαν τις δυο δροσοσταλίδες κόρες τους τη Νέλλη και τη Λιλή .Θυμάμαι το ζευγάρι Καρατζά. Εκείνος γέροντας, ψηλός, με άσπρο παναμαδάκι λινό κουστούμι, χρυσοστόλιστο μπαστούνι. Όταν ο περίπατος του έφτανε μέχρι τον κάμπο και τους μπαχτσέδες φόραγε το χακί κουστούμι των σαφάρι, αυτό με τις φαρδιές τσέπες πάνω κάτω και την ασορτί χακιά κάσκα στο κεφάλι. Η κυρά του ξεχωριστή αρχόντισσα, φορούσε πάντα απλά, μακριά, ίσαμε τον αστράγαλο φορέματα από λινό και σαντακρούτα, με ίσια παπούτσια, διότι ήταν πολύ ψηλή. Στηρίζονταν σ ένα μπαστουνάκι με χρυσοστόλιστη λαβή και στον πλούσιο μπούστο της κρέμονταν η χοντρή χρυσή καδένα με το διπλής όψης χρυσό μενταγιόν. Απ' τη μια μεριά η φωτογραφία της Νέλλης, απ' την άλλη της Λιλής. Λυτός ήταν ο θησαυρός τους πια. Αυτά τα πλούτη τους. Δυο φωτογραφίες, χιλιάδες αναμνήσεις ένα κενοτάφιο.
Με διαθήκη κληροδότησαν την περιουσία τους στο νησί και ίδρυσαν τη γνωστή «Καρατζάδειο Βιβλιοθήκη».
Ακολουθεί το μεγάλο του Κρύσταλλο στενό με τις μεγάλες πέτρινες πλάκες του σε ανισόπεδη ακαταστασία, και αμέσως μετά ένα ακόμα χαρακτηριστικό σπίτι, το Στραφτέικο.
Διψασα....περνώ το δρόμο και απέναντι ακριβώς απ' το στενό μια ολόδροση, πέτρινη βρύση στημένη ανάμεσα στις παπαρούνες και στις μαργαρίτες, σταλάζει ρυθμικά και προκαλεί τις κοκκινόσφιγγες που την τριγυρίζουν. Την ανοίγω, κάνω γούρνα τις παιδικές μου χούφτες, πίνω, ξεδιψώ, προχωρώ.
Το Στραφτέικο, λοιπόν, είχε χτιστεί από την οικογένεια Ψαρώφ, που προφανώς διέμεναν στη Ρωσία εξ ου και τα ρώσικα χαρακτηριστικά της αρχιτεκτονικής του, δηλαδή η σιδερένια περίφραξη των μαρμάρινων σκαλιών της εξώπορτας, που στο πλατύσκαλο σχημάτιζε βεράντα με μόνιμα έπιπλα δυο τριθέσια ξύλινα παγκάκια κι ανάμεσα τους η βαριά ξυλόπορτα της εισόδου. Τα πράσινα κάγκελα είχαν μυτερές απολήξεις. Χαρακτηριστικά επίσης και τα μικρά δαντελωτά, σιδερόφραχτα μπαλκονάκια του πρώτου ορόφου, που το' καναν να ξεχωρίζει.
Το σπίτι αυτό δεν ξέρω πότε ακριβώς αγοράστηκε απ' τον εξαίρετο Λημνιό Αιγυπτιώτη Γεώργιο Στάφτη. Εκείνο που ξέρω είναι πως τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια το κατοικούσε ένας αστυνομικός διοικητής με την οικογένεια του. Με το κοριτσάκι τους έκανα παρέα και η γιαγιά του μας μάζευε στην κουζίνα με τα χρωματιστά πλακάκια και τις φουφούδες με τα κάρβουνα και μας έφτιαχνε τηγανίτες. Μετέπειτα, το σπίτι άνοιγε τις πόρτες και τα παραθύρια μόνο τα καλοκαίρια τότε που η πολυμελής οικογένεια των Στράφτηδων έρχονταν απ' την Αίγυπτο για διακοπές και άνοιγαν οι πελώριες κάμαρες με τους ψηλούς καθρέφτες και τις κονσόλες. Οι Στράφτηδες έδιναν ζωή στην καλοκαιρινή εικόνα του Ρωαίικου, που γέμιζε αυτή την εποχή χρώματα. Θυμάμαι πολύ καλά το γέρο Γιώργο Στράφτη. Ένα ψηλόλιγνο γεροντάκι με άσπρο κουστούμι, άσπρο παναμαδάκι και κομψό μπαστούνι. Χαρακτηριστική σκηνή ο γέρο-Στράφτης ,να κατεβαίνει προς το Τερέν συνοδευόμενος απ' τους δυο γιους του, τον Τρύφωνα και το Ντίνο, που προσάρμοζαν προστατευτικά την περπατησιά τους στο ρυθμό της γεροντικής περπατησιάς του πατέρα τους.
Μεσολαβούσε μια σούδα, που χρησίμευε σαν πέρασμα για την αυλή του διπλανού αρχοντικού και καλή κρυψώνα για τον κρυφτο της παιδοπαρέας. Το αρχοντικό τούτο ήταν του Γιάννη Φουσιάνη. Το κατοικούσαν εκείνος κι η γυναίκα του κυρά-Μαρία. που ήταν γονείς της Τότας Κισεμλή και της Ευτέρπης. Ήταν Ιμβριώτες στην καταγωγή. Ο Φουσιάνης, αρχοντόγερος μετρίου αναστήματος με κάτασπρη κεφαλή, μαύρο παλτό και γκρίζο ρεμπούμπλικο. Είχε το πιο αξιόπιστο υφασματάδικο μαζί με τον μπατζανάκη του, τον Κανάβη. Τα χαρακτηριστικά, που όριζαν την κυρά-Μαρία ήταν δυο. Ο άσπρος της κότσος με τα καφετιά χτενάκια στολισμένος και το ακαταμάχητο χαμόγελο της. Τι γλυκιά γιαγιούλα, Θεέ μου! Η κόρη της Ευτέρπη παντρεύτηκε στο Κέιπ-Τάουν. Όταν τα γεροντάκια πέθαναν, το σπίτι κατοικήθηκε από την οικογένεια Καρακώστα Ήταν ξένοι. Ο Ιούλιος Καρακώστας ήρθε χειρουργός στο νοσοκομείο και άφησε εποχή. «Επί Καρακώστα», λ,έγεται ακόμα η τιμητική έκφραση, για να ορίσει τις υπηρεσίες που προσέφερε αυτός ο άνθρωπος στη Λημνιακή κοινωνία, και ως καταρτισμένος επιστήμονας, κ ως καλός συμπολίτης.
Ή γυναίκα του η κοντούλα Θεανώ και οι κόρες του η Αντα και η Τίτη συμπλήρωναν μια όμορφη νοικοκυρεμένη οικογένεια, υπέροχοι γείτονες, καλοί φίλοι.
Μεσολαβούσε ένα ερειπωμένο σπίτι, «το σπίτι της Μελπάρας». Κάποια στιγμή το κατεδάφισαν και έμεινε το «χάλασμα της Μελπάρας» με τους πολλούς αυτοφυόμενους ασλάνηδες.
Δίπλα είχε δυο σούδες, η μία ανήκε στο χάλασμα, ή άλλη στο διπλανό αρχοντόσπιτο, το επί ενοίκιω σπίτι του Παναγιώτη Ραυτόπουλου. Τίνος ιδιοκτησία ήταν θα σας γελάσω. Μόνιμα κατοικούσε εκεί ο γιατρός Παναγιώτης Ραυτόπουλος με τον γιο του Γ ιάννη, την κόρη του Ευαγγελία και τον γαμπρό του Φάνη Καραβιά, γνωστό ζωγράφο του νησιού. Το σπίτι αυτό ήταν χτισμένο από γκριζοροζιακιά πέτρα, με δυο στενόμακρα πέτρινα σκαλιά, που οδηγούσαν σε μια φαρδιά, ψηλή. μασίφ ξυλόπορτα στολισμένη με δυο βαριά, σιδερένια ρόπτρα, που απεικόνιζαν δυο κοπέλες με πλεξούδες, Η πόρτα αυτή δεν άνοιγε ποτέ. Επειδή όμως γνωρίζω πολύ καλά το εσωτερικό του σπιτιού αυτού, αν άνοιγε θα οδηγούσε σε φαρδιά, μαρμάρινα σκαλιά, που θα σ' έβγαζαν στον πρώτο όροφο με τον φαρδύ διάδρομο, τα βαριά έπιπλα και το δεξί δωμάτιο, που εξέπεμπε πονεμένη γαλήνη και πηχτή ζέστη, πνιγμένο στα κόκκινα βελούδα και τις βαριές κουρτίνες. Εκεί παίζαμε με την εγγονή Αθηνούλα, που γεννήθηκε το '45 και στη γέννα έχασε τη μητέρα της και βύθισε το αρχοντικό σε πένθος.
Δίπλα στη μεγάλη ξυλόπορτα υπήρχε μια μικρότερη, που οδηγούσε στο ισόγειο με ένα αντρέ επιπλωμένο κι ένα διάδρομο, που οδηγούσε σε μια σκοτεινή κουζίνα σκιαζόμενη απ' τους ψηλούς τοίχους του Βαγιακέικου, του δικού μου πατρικού, που είχε πρόσοψη στο επόμενο μεγάλο στενό.
Πρίν βγεις στο παραπάνω στενό, μεσολαβούσε το χαμόσπιτο της Κλεονίκης. Μια ψηλή γυναίκα με μια γάτα συντροφιά. Την εποχή του πολέμου το κατοικούσε η οικογένεια Τυρολοϊδη, Λλεξανδρουπολίτες. Ο Τυρολοϊδης ήταν διερμηνέας των γερμανών.
Άλλαξε πολλούς ενοικιαστές αυτό το σπιτάκι. Θυμάμαι να μένει εκεί η οικογένεια Αρώνη. πριν πάει στη χανούτα. Μετά ήρθε η οικογένεια Μελισσά. Ακτινολόγος ήταν ο Μιχάλης Μελισσας Ένας ήσυχος γλυκός άνθρωπος, που εγκαταστάθηκε στον νησί το '52 με γυναίκα την πανέμορφη, γλυκύτατη Μίκα και παιδιά το Λουκά και τη Μάγια. Η οικογένεια Μελισσά μετακόμισε στο σπίτι των αδελφών Δημοπούλου. Το μικρόσπιτο της Κλεονίκης κατοικήθηκε απ' τον εκπαιδευτικό, Επιθεωρητή Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Γαλιώτο με γυναίκα την Ασημούλα και παιδιά τη Στέφη και τον Τάσο.
Ακολουθεί το μεγάλο στενό που οδηγεί στη αγορά το βασίλειο της προσωπικής
ιιου μυθολογίας κι αμέσως μετά το ξενοδοχείο του Γεροντούδη «ΕΘΝΙΚΟΝ».
•Δύο ήταν τα ξενοδοχεία την εποχή εκείνη. Του Κουντουρά στο λιμάνι και του
Γεροντούδη στο Ρωμαίικο προίκα της γυναίκας του Μαρίας Κατσικογιάννη με πατέρα τον μπάρμπα-Θωμά και μητέρα την κυρά-Βαγγέλα, αλησμόνητοι γείτονες.-
Παιδιά του Λεωνίδα και της Μαρίας Γεροντούδη ο Χριστόφορος, η Χρυσάνθη.
η Βαγγελίτσα. η Πωλέτα, η Νίκη και η Αλίκη.
Το ισόγειο του ξενοδοχείου, που τώρα είναι εστιατόριο, τότε είχε τρία σκαλοπάτια
και ένα πολύ μεγάλο υπερυψωμένο δωμάτιο με ξυλόσομπα, που το χειμώνα μάζευε
την οικογένεια και το καλοκαίρι νοικιάζονταν συνήθως σε κάποιον Αγγελίδη, που
είχε κινητικά προβλήματα και δεν μπορούσε να ανεβοκατεβαίνει τα πολλά σκαλιά.
Ο Αγγελίδης ερχόταν με την οικογένεια του για τρίμηνο παραθερισμό.
Αργότερα έπεσαν τα σκαλιά ισοπεδώθηκε ο χώρος τεράστιος για την εποχή, στήθηκε μπιλιάρδο με πράσινη τσόχα και στο βάθος αριστερά ένα τεράστιο τραπέζι, με τσόχα κι αυτό φιλοξενούσε τα κιτάπια του κυρ-Λεωνίδα, που έγραφε βιβλίο για τη Λήμνο. Το ξενοδοχείο υπολειτουργούσε το χειμώνα. Είχε μόνιμους ενοίκους κάτι στρατιωτικούς, τον αστυνομικό διοικητή Τατσόπουλο με τη γυναίκα του Ρεγγίνα, θετοί γονείς του γνωστού συγγραφέα Τατσόπουλου. Ο καλοκαίρι κελαηδούσε από παραθεριστές. Απ' τις πρώτες μου αναμνήσεις, ίσως και η πρώτη, γιατί ήταν πολύ δυνατή, ήταν η ψηλόλιγνη φιγούρα ενός ιερολοχίτη, που έβγαινε απ' το μεσαίο παράθυρο του ξενοδοχείου, που έβλεπε μέσα στο στενό λοξά καρσί στο σπίτι μας και έριχνε πλατιές τετράγωνες σοκολάτες τυλιγμένες σε χρυσόχαρτο. Το παιδομάνι έτρεχε σαν τις κότες όταν ρίξεις καλαμπόκι, το ένα παιδί έσπρωχνε τ' άλλο ποιος θα πιάσει σοκολάτα, και η Ρούλα, το μικρό κοριτσάκι με το φιόγκο, δεν τολμούσε να πλησιάσει το σύμπλεγμα του Λαοκόωντα. Μια μέρα όμως που το μικρό κοριτσάκι ξεμύτισε μόνο του....αυτό κι ο φιόγκος του, ο καλός ιερολοχίτης από ψηλά φώναξε ψιτ, ψιτ. Τότε γύρισα και είδα τρεις αοκολάτες να πέφτουν. Ήμουν μόνη. Τις μάζεψα με τα μικρά κοκαλιάρικα χεράκια μου. τις έκρυψα κάτω απ' το μισοφόρι μου κι έτρεξα στη μητρική κρυψώνα. Εκεί που καταφεύγω ακόμα όταν οι θύμισες με κυνηγούν, εκεί που πάντα αναζητώ τη γεύση της σοκολάτας.
Το παγωτό που προσέφερε τα καλοκαιρινά απογεύματα το καφενείο «Τερέν» του κυρ-θανάση του Σαβούρα είχε γεύση μαστίχας, περιχυμένο με βύσσινο γλυκό. Ηταν μοναδικό σε όλο το νησί, όπως και η γρανίτα από λεμόνι σερβιρισμένη σε νεροπότηρα με καλαμάκι αυθεντικό, κομμένο απ' τα θερισμένα σταροχωραφα και πελεκημένο μαστόρικα στις άκρες απ" το σουγιά του κυρ-Θανάση. Το «Τερέν» στεγάζονταν στο ισόγειο ενός μακρόστενου, ξύλινου μονώροφου κολλητά στ
ο «Εθνικον». Ο όροφος είχε φωτεινή διέξοδο σ' ένα μικρό, ξύλινο, θαλασσοβαμμένο μπαλκονάκι, που φιλοξενούσε τα παραγάδια του κυρ-Θανάση. Και η πόρτα του καφενείου ήταν ξύλινη θαλασσιά με αντικρυστά τζάμια απ' τη μέση κ απάνω, αχνισμένα το χειμώνα απ' τα χνώτα των μπιλιαρδόρωΉταν το στέκι τους.Το μεγάλο μπιλιάρδο με την πράσινη τσόχα, τα χοντροσκαλισμένα πόδια και τις βαριές πολύχρωμες μπάλες κυριαρχούσε στο χώρο. Μια νότα πολυτέλειας μέσα στην απλότητα των σανιδιών και του ασβέστη. Δεξιά κολλημένη στον τοίχο η θήκη με τις στέκες, στο βάθος ο πρασινόπαγκος για τα σερβιρίσματα. Μόνιμο γκαρσόν η •'Καντρούλα». Αντρας ήταν η Καντρούλα, ένας αντρωνιάτης δουλευταράς, αλλά είχε υπερισχύσει το όνομα της δυναμικής γυναίκας του και καθόλου δεν τον πείραζε. Ο μπάρμπα-Θανάσηςο Σαββούρας ήταν πάνω από μέτριος στο μπόι και χωρατάς. κάτασπρα κυματιστά μαλλιά, με γοητευτικό «πετό"μια δυνατή σπαστή χρυσαφιά κυματιστή ανταύγεια που στόλιζε το καλοσυνάτο του πρόσωπο. Αγαπούσε και τάιζε όλους τους ζητιάνους και τις γάτες της γειτονιάς. Αγαπημένη του η Ριρίκα που τον
ακολουθούσε με την ουρά κατακόρυφη
Η κυρά του η Κοκόνα όπως τη φώναζαν ήταν κοντόσωμη με φουρκετωμένο άσπρο κότσο (κόμμωση της εποχής). Ήταν κι οι δυο άνθρωποι της εκκλησίας, αγαπημένο ζευγάρι. Το ουζάκι. που προσέφερε ο καφενές, είχε μεζέ φρεσκοτηγανισμένη μαρίδα και ψητό, λιαστό χταπόδι. Η μαρίδα ήταν ψαρεμένη το προωΐ απο την τράτα των Γεωργαντάδων, του Αντώνη και του Νικόλα. Είχε ξεψαριστεί το πρωί μπρος το «Τερέν» απ' τους ψαράδες, που την τράβηξαν σε διπλή σειρά φωνάζοντας ρυθμικά όπα, όπα, με τα καλαμοβράκια τους ανεβασμένα και θαλασσοβρεγμένα. Στο ξεψάρισμα βοηθούσαμε και μεις η πιτσιρικαρία του ΡωμαίικουΤο χταποδάκι ήταν γιαλεμένο απ' τον ίδιο τον Κυρ-θανάση. Είχε μια θαλασσιά βαρκούλα με κουπιά, την πήγαινε στο «σία» γιαλό-γιαλό και όρθιος καμάκωνε χταπόδια.

Μπουνάτσα....γαλήνη η ψυχή μου σαν ακουμπά στις θύμισες αυτές. Η γεύση της
σοκολάτας που λέγαμε:
Το καφενείο αυτό οφείλει την ονομασία του στη μεγάλη τσιμεντένια πίστα χορού,
ενα μεγάλο τερέν που το έλουζε το κύμα όταν ξεσάλωνε. Το σημερινό τοιχάκι. που
τώρα μποδίζει το κύμα, τότε δεν υπήρχε. Χτίστηκε γύρω στο '55 επί δημαρχίας
Νικολάου Καραβιά.
Στο χώρο λοιπόν αυτό γίνονταν όλες οι χοροεσπερίδες των σωματίων. Γύρω-γύρω απ'
την πίστα απλώνονταν τα ξύλινα μικρά τραπεζάκια με τις ψάθινες καρέκλες. Ο χώρος
περιφράσσονταν με σκοινιά για να ελέγχεται η είσοδος και να κόβονται εισιτήρια.

Η ορχήστρα στήνονταν στο πίσω μέρος της πίστας.
Στις αρχές της δεκαετίας του'50 ο κυρ-Θανάσης αποσύρθηκε κι ο καφενές νοικιάστηκε σε δύο χαρακτηριστικά «ανθρωπάκια» με στρογγυλές κοιλίτσες και στρογγυλά κεφάλια.
Το «ανθρωπάκια» βέβαια απλώς παραπέμπει στο κοντό τους ανάστημα και την
χαρακτηριστική ταμπέλα που έστησαν πάνω απ' την πόρτα. Τσιγκουνεύτηκαν την
λαμαρίνα κι' αναγκάστηκαν να κουτσουρέψουν τα ονόματα τους. Έτσι η ταμπέλα
Έγραφε: Καφενείο Τερέν» Νταλέκ. Μπαλάκ.
Επί Νταλέκ. Μπαλάκ.» λέμε ακόμα οι τοτινοί.
Νταλέκος ήταν ο πρώτος συνεταίρος με την καμποτένια άσπρη ποδιά που έφτανε ως
τούς αστραγάλους, ο συμπαθέστατος κυρ-Παναγιώτης με γυναίκα την κυρά-Σμαρώ και κόρη την Θοδωρούλα. Μπαλάκος ο έτερος, συμπαθέστατος κι αυτός, Φάνης ο Βράχος, ο οποίος αφού παντρεύτηκε την Κασσιανή αποχώρησε του αχτύπητου συνεταιριστικού διδύμου για να αναλάβει τη διαχείριση των Θέρμων, τότε που το μεταναστευτικό ρεύμα παρέσυρε τους μέχρι τότε διαχειριστές αδελφούς Γιαννόπουλου. Έχω γαντζώσει, μα το Τερέν έχει μεγάλη ιστορία και την κατέχω καλά. Ίσως κάποτε γράψω ένα βιβλίο.... «ΤΕΡΈΝ» ο θρόνος της ψυχής μου.
Πάμε παραδίπλα στο πετρομαντρωμένο χάλασμα του Γαρυφάλου. Μέσα απ' τους αυτοφυείς ασλάνηδες και την πελώρια αγριοσυκιά ξεπετάγονταν στο βάθος ένα ψηλοκρέμαστο γκριζωπό δίπατο, το σπίτι που κάποτε έμεναν οι γονείς του Ηλία Ήλιού του μεγάλου πολιτικού άντρα που ταξίδεψε τη ζωή του με απαγορευτικό.
Προχωράμε. Σύριζα στο χάλασμα του Γαρυφάλου ένα μικρό λοξό σοκάκι
οδηγούσε στην αγορά και την Περβόλα, κατοπινή πλατεία των ΚΤΕΛ.
Αμέσως μετά το τρίπατο της Αφροδίτης Δανέζη. Η κυρία Αφροδίτη ήταν μια γλυκιά
μελαχρινή ηλικιωμένη κυρία με μιγαδένια κεφαλή και κότσο στριφτό. Ήταν
παραδοσιακή νοικοκυρά και για την ιστορία των μικρών «πτι-φουρ», που μετέπειτα
ονομάστηκαν «Βενιζελικά», λέγεται πως η κυρία Αφροδίτη ήταν εκείνη που τα
προσέφερε στον Ελευθέριο Βενιζέλο, εκείνος ενθουσιάστηκε και τα μικρά πτι-φουρ
της κυρίας Αφροδίτης έγιναν τα παραδοσιακά γλυκά της Λήμνου. Στο παλιό βιβλίο
ζαχαροπλαστικής της μητέρας μου έτσι αναφέρονται «πτι-φουρ κυρίας Δανέζη».
Η κυρία Δανέζη έμενε λοιπόν σ' αυτό το πελώριο τρίπατο σπίτι μαζί με το γιο
της Μανόλη υπάλληλο της Εθνικής τράπεζας. Η κόρη της Ελένη είχε παντρευτεί
στο Κάιρο τον Κίμωνα Μιχαηλίδη και έμενε εκεί. Στο τέλος της δεκαετίας του '49
μεγάλη πυρκαγιά έκαψε ολοσχερώς ο μεγάλο τρίπατο και η κληρονόμος κόρη το
ξανάχτισε το '52 όπως είναι σήμερα. Τα τρία παιδιά. Φρόσω, Αφροδίτη και Γιώργος
μπήκαν άνετα στην καλοκαιρινή παλιοπαρέα μας και πιστεύω πως εκεί βρίσκονται
ακόμα ενταγμένοι στη μαγγανειά της μνήμης της.

Δίπλα στο Δανέζικο ένα άλλο αρχοντόσπιτο δέσποζε και δεσπόζει ακόμα με την αρχοντική του κομψότητα, αυτή που διακρίνει και τους ιδιοκτήτες του. είναι το Νανοπουλέικο. Τότε εμείς το λέγαμε Σπυροπουλέικο γιατί όλη τη δεκαετία που περίγραφω το κατοικούσε η οικογένεια του γιατρού Σπυρόπουλου, που ήρθε στη Λήμνο εξόριστος. Ήταν ένας αργοκίνητος, ψηλόλιγνος άντρας, παθολόγος, με γυναίκα την κυρία Ελένη με την μεταλλική φωνη και παιδιά τον Τζώρτζη, τον Αγγελο και τα δίδυμα Τάκη και Κική. Δεν εννοείτο φούσκος, μπλούκος, τσιλίκ-τσομάκ, ξυλογαδούρα, -γυαλενάκια, κλέφτες κι αστυνόμοι χωρίς Σπυροπουλέικη συμμετοχή. Αστέρια μαθητές, αστέρια φίλοι.
Το σκιερό στενό του Κισεμλή και το δίπατο αρχοντικό του, που χτίστηκε γύρω στο 1892. υψώνει τους πέτρινους τοίχους του, τους τότε στολισμένους με πρασινοβαμμένα κυματιστά παντζούρια, κανάτια τα λέγαμε τότε, και ένα σιδερόφραχτο μπαλκόνι, σαν αυτό του Ρ'ωμαίου και της Ιουλιέτας. Σπίτι φανάρι...όχι μόνο για το φως που δέχονταν ολημερίς, αλλά και γι αυτό που το ίδιο εξέπεμπε. Οι άνθρωποι που το κατοικούσαν ήταν λαμπεροί. Είχαν αρχοντιά, χάρη και απλότητα μαζί. Ο Νικόλας Κισεμλής και η Ιμβριώτισσα ξανθομάλλα Τότα, κόρη Φουσιάνη, έμεναν μόνιμα σ' αυτό το σπίτι, χειμώνα καλοκαίρι. Ήταν οι καλοί μας γείτονες. Τα δυο τους παιδιά Δημήτρης και Αννα κατά μάνα κατά κύρη. Δυο διαμάντια, που κληρονόμησαν τ' αρχοντικό και την αρχοντιά των γονιών τους.
Έκανε μια εσοχή ο δρόμος, άφηνε βορινό παράθυρο στο προηγούμενο
αρχοντόσπιτο των Κισεμλήδων και σαν βεντούζα του κολλούσε το σπίτι της κυρίας Φωτεινής της Σιδηρέλλη. Το σπίτι αυτό ήταν αταίριαστο με το προηγούμενο. Το φαρδύ παραθύρι, που ασυλλόγιστα το έκτισαν σε μια ανακαίνιση στην εν λογω δεκαετία, χάλασε τηνν αρχοντιά.
Η κυρία Φωτεινή ζούσε εκεί με το γιο της Γιώργο. Το '39, στην πυρκαγιά του κινηματογράφου, έχασε την κόρη της, μαυροντύθηκε, τράβηξε τον συνηθισμένο για την εποχή κότσο και περνούσε το ατέλειωτο πένθος της κεντώντας καμβάδες. Ήταν αχώριστη με την Τότα σαν μάνα και κόρη.
Παρά δίπλα ένα ψιλοκρέμαστο τριώροφο έδινε την εντύπωση του εδώ πατώ κι εκεί βρίσκομαι, Ζαλισμένο μου φαίνονταν, έτοιμο να γκρεμοτσακιστεί με τον πρώτο σεισμό. Δε γνωρίζω τίνος ιδιοκτησία ήταν. Την εποχή εκείνη το κατοικούσε ο αυτοκινητιστής Χρυσάψη με τη γυναίκα του την κυρία-Φλώρα και τους τρεις γιους τους
Το διπλανό διώροφο ήταν του κυρ-Στέλιου του Καλλινίδη. Ενα συμπαθέστατο γεροντάκι, που έπαιζε βιολί. Πρέπει να πέθανε μέσα στην εν λόγω δεκαετία και η στρογγυλοδεμμένη ροδοκόκκινη κυρά-Χαρίκλεια μαυροφορέθηκε και βάλθηκε να φέρει βόλτα την πολυμελή της οικογένεια ! τους τρεις γιους . τον Θοδωρή, τον Χριστόφορο, που έπαιζε ακορντεόν, το Γιώργο και την πανέμορφη ξανθομαλλούσα Μπεμπέκα. Η εγγονούλα της, το Χαρικλάκι, με τις ατέλειωτες χρυσαφιές πλεξούδες, ζωντανό μέλος της παλιοπαρέας.
Ένα χάλασμα μεσολαβούσε και δίπλα υψώνονταν το πέτρινο διώροφο του κυρίου Πελοπίδα, που ζούσε στη αιγυπτο και το νοίκιαζε στην οικογένεια του Τάκη Παπά με γυναίκα την απόμακρη κυρία Ελένη και παιδιά τον Αντώνη και την'Ολυ. Ο Ανάστασης Παπάς ήταν ο καλός φίλος του πατέρα. Ήταν χοντρέμπορος και στο τέλος της δεκαετίας χρημάτισε και Δήμαρχος. Αργότερα το σπίτι αυτό πουλήθηκε στον Νάνη Παλαιολόγο.
Δίπλα ακριβώς, εκεί που είναι τώρα ο Καραγκιόζης και το διώροφο του Καραβία ήταν ένα μεγάλο οικόπεδο περιφραγμένο με πέτρινο τοίχο γεμάτο ασλάνηδες. Δίπλα του κολλούσε το θερινό σινεμά Αίγλη, που αργότερα έγινε Κύμα. Τι να πρωτοθυμηθώ απ' αυτό το σινεμά... ιστορία μας....αμαρτία μας. Στο βιβλίο μου «Με Βοριάδες και Νοτιάδες» αναφέρομαι εκτενώς. Ο ψηλός τοίχος του βρέχονταν απ' τα νερά του ποταμού που έτρεχε ορμητικός το χειμώνα και χλεμπόνιαζε την άνοιξη για να ξεραθεί εντελώς το καλοκαίρι. Στην εκβολή του έμπαιναν θαλασσινά νερά, λίμναζαν, γίνονταν βούρκος και δυσκολευόμασταν πολλές φορές να τον περάσουμε για να πάμε στο Μονόπετρο. Η γεφυρούλα του 'ποταμού ήταν ξύλινη, τρεμόπαιζαν τα πλαϊνά της στηρίγματα κι αποφεύγαμε να στηριχτούμε σ' αυτά. Στα μισά της δεκαετίας του '50 τσιμεντοποιήθηκε και στα πλαϊνά της τσιμεντοστηρίγματα αραδιάζονταν οι νεολαίοι της εποχής και πείραζαν εμάς τα κορίτσια, που στην απογ
ευματινή μας βόλτα περνούσαμε μπροστά τους για να συνεχίσουμε στο άλλο κομμάτι του Ρωμαίικου το πιο ρομαντικό την «Μαντούλα», όπως το λέγαμε.
Πρώτο οίκημα το Παντελίδειο Παρθεναγωγείο. Είχε χτιστεί γύρω στο 1850 ως παραθεριστική κατοικία από τον Δούκα Παλαιολόγο, ο οποίος διέμενε στην Αγγλία. Μακρινός πρόγονος των γνωστων μας Δούκα και Αλίκης Παλαιολόγου. Είχε την καταγωγή του από το αρπί, σημερινή Καλλιθέα. Στο ίδιο χρονικό διάστημα είχε χτίσει εκεί το πρώτο σχολειό της Λήμνου, αυτό που σήμερα στεγάζει το «ειδικό σχολειό». Αναφερόμενη πάντα στο Παρθεναγωγείο του Ρωμαίικου, κάποιος γιος του Δούκα Παλαιολόγου το πούλησε σε κάποιον Λασκαρίδη, κι αυτός με τη σειρά του στον Οδυσσέα Παντελίδη, ο οποίος το κληροδότησε στο Δήμο ή στο Παλλημνιακό Σχολικό Ταμείο, που το έκανε Παρθεναγωγείο.
Μετά τον πόλεμο λειτουργούσε πια ως παράρτημα του Α' Δημοτικού σχολείου, που ήταν μικτό. Ήταν το πρώτο μου σχολειό.
Μεσολαβούσε το στενό της Μικέτας, όπως συνηθίζεται να λέγεται ακόμα και τώρα. από μας τους παλιούς, και αμέσως μετά ένα μακρόστενο χάλασμα, εκεί που αργότερα χτίστηκε το ξενοδοχείο «Κάστρο» του Βασίλη Τραταρού παρασύροντας και το μικρό σπιτάκι της Μαντούλας, από την οποία πήρε την ονομασία της η περιοχή. Το σπιτάκι αυτό ήταν πολύ μικρό, με τρία πέτρινα σκαλιά. Ανάμεσα τους φύτρωναν οι πρώτες της άνοιξης παπαρούνες. Τα παντζούρια του άνοιγαν μισό μόλις μέτρο απ' το έδαφος και την εποχή στη οποία αναφέρομαι το κατοικούσε ο καθηγητής μας μαθηματικός Κουρούσης με γιο το
Φάνη. φίλο καλό. Ξενόφερτος ήταν ο Κουρούσης με σκοτεινό αγέλαστο πρόσωπο, που το σκοτείνιαζε περισσότερο η γκριζωπή του τραγιάσκα και ο σηκωμένος γιακάς μιας επίσης γκριζωπής καμπαρτίνας. Ήταν απόκοσμος, διακριτικός και λιγομίλητος. Τα μισά μας εξηγούσε και τ' άλλα μισά τα άφηνε στην τύχη της εξυπνάδας μας. Κάθε βράδυ, γυρνώντας απ' το Κρύσταλλο στο σπίτι του διέσχιζε το Ρωμαίικο Μας συναντούσε πάντα σε παραβιασμένο ωράριο να χαζομιλούμε πάνω στα σκαλιά του Ραυτόπουλου. Έκανε πως δεν μας έβλεπε και ποτέ του δεν το ανέφερε στο Γυμνασιάρχη.
Προχωράμε στο διπλανό κλασικό κτήριο με τις ημιστρόγγυλες εξωτερικές σκάλες. Χτίστηκε γύρω στον 1904. Εκεί πολύ παλιά στεγάζονταν το τούρκικο Διοικητήριο. Την Εποχή στην οποία αναφέρομαι ήταν η έδρα των ΤΕΑ και αργότερα στεγάστηκε το Μουσείο με πρώτο φύλακα το Γιώργο Καραμπίνη και γυναίκα του τη Λευκή απ' το Κοντοπούλι.
Απέναντι απ' αυτό το κτήριο υπήρχε μια καμπυλωτή πέτρινη στήλη με χαραγμένο το Ο, που έδειχνε την αρχή της χιλιομετρικής απόστασης μέχρι τον Κάσπακα. Εκεί ακριβώς στηνόταν οι επίσημοι, χωρίς εξέδρα, για να παρακολουθήσουν την παρέλαση, η οποία γινόταν με αντίθετη φορά. Ξεκινούσε απ' του Παντελίδη και δαλύονταν στο γεφύρι. Αυτό μέχρι να φιλοτεχνηθεί το «Προμάχων Μέμησο» στο τέλος της δεκαετίας του'50 -γύρω στο '57.
Επιτέλους έφτασα. Να η βαριά σιδερένια πόρτα.... Αυτή που φυλάκισε την ψυχή για πάντα. Τις καθημερινές άνοιγε κατά το ένα τέταρτο της για να περάσουμε εμείς τα λιγοστά παιδιά του Ρωμαίικου. Τα άλλα και περισσότερα έμπαιναν απ' την άλλη πόρτα, που έβλεπε στον κεντρικό δρόμο του Κάστρου. Έτσι ήταν η επίσημη ονομασία της πόλης μέχρι το 1955, που μετονομάστηκε Μύρινα επί δημαρχίας Νικολάου Καραβία
Η μεγάλη αυλή του Γυμνασίου γέννησε και φυλάκισε χαρές, λύπες, αγωνίες όνειρα. Στο βάθος το νεοκλασικό κομψοτέχνημα, που χτίστηκε απ' τις προσφορές Λημνίων Αιγυπτιακών. Στολίδια του τα γύψινα στεφανώματα των παραθύρων και το μεγάλο μπαλκόνι με τα κολωνάκια, βασίλειο της γαλανόλευκης, που χόρευε με τις δοξαριές των κυμάτων τ" αντικρινού γιαλού.
Τα χιλιοπατημένα μαρμάρινα σκαλοπάτια της κεντρικήςισόδου ημέρευαν με την ψαλμωδία της πρωινής προσευχής και τράνταζαν απ' την ταραχή της ψυχής μας όταν δεν το είχαμε διαβάσει το ρημάδι το μάθημα....Τα ψηλόλιγνα παραθύρια άφηναν τα όνειρα να πετάξουν... .τα όνειρα, που τόσο εύκολα εύρισκαν το γλάρο για να τα ταξιδέψει.
Τα βήματα μου βαραίνουν. Η ψυχή έχει σφηνώσει, ο νους τρέχει, ξαναζεί Ι Παρελάσεις. εκδρομές, θεατρικές παραστάσεις, γυμναστικές επιδείξεις, χορωδίες.
μαντολινάτες... .εξετάσεις... .απολυτήριο, διαγωγή κοσμιωτάτη έξοδος.
Ξεμάγκωσε ψυχή μου, πρέπει να βιαστείς, ο ήλιος έγειρε, έρχεται το αγιάζι, θα κρυώσεις.
Γλυκιά. ολόφωτη αυλή της ζωής μου. Ποιο αγιάζι έχει τη δύναμη να περουνιάσει ένα
κορμί που περιπλανιέται στο φως σου;
...."Προμάχων Μέμησο» η μουντή μπακιροπρασινισμένη γραφή, χαραγμένη στο
μνημείο του πολεμιστή που τον αγκαλιάζει η νίκη.
Κοιτώ το μεστό μου χέρι, κοιτώ το χέρι της Νίκης που ακουμπά στον ώμο του πολεμιστή ... .είναι το ίδιο. Ανάμεσα τους πλανιέται αύρα γλυκιά, δημιουργική, η ματιά του καλλιτέχνη Φάνη Καραβιά, που το φιλοτέχνησε στο τέλος της δεκαετίας του '50 και χρησιμοποίησε το χέρι μου για μοντέλο. Το κορμί του πολεμιστή ήταν το γυμνασμένο κορμί του Βάγγου Κραβαρίτη και το κεφάλι της Νίκης της ανεψιάς του Μαρίτσας. Το χέρι που πέφτει στον ώμο του πολεμιστή ήταν το δικό μου.
Πίσω ακριβώς απλώνεται ο τεράστιος κήπος της Μητρόπολης. Το κτίριο χτίστηκε το 1889 και δωρίστηκε από τον Αιγυπτιώτη Λημνιό Σερ Τζον Αντωνιάδη. Χρησιμεύει ως έδρα της εκκλησιαστικής διοίκησης του νησιού και κατοικία του εκάστοτε Δεσπότη. Τον Διονύσιο είχαμε τότε Δεσπότη. Μικρόσωμος άνθρωπος με μεγάλη σκιά, που μπόρεσε να σκεπάσει όλους τους Λημνιούς με τη βοήθεια δύο αξιόλογων συνεργατών, τον Θεολόγο και τον Πολύκαρπο.Δυο Αρχιμαντρίτες, που είχαν στόχο ν' ακουμπήσουν τ' αστέρια. Κι αυτά το κατάλαβαν κι ήρθαν από μόνα τους να φωλιάσουν στις ψυχές. Δυο ψυχές ολόφωτες, αγωγοί αγάπης, στέγαστρα των φτωχων δυστυχισμένων, αδυνάτων. Ορφάνεψε η Μητρόπολης με την αποχώρηση τους. Μακάρι νάχε μείνει από τότε ορφανή.
Τεράστιος ο κήπος της Μητρόπολης. Περιφραγμένος με κάγκελα, αφήνει ένα μικρό στενό που τότε οδηγούσε στο μεγάλο μπαξέ της Σούμπρας, και δίπλα ακριβώς το αρχοντικό του Παντελίδη. Ο Παντελίδης ήταν τραπεζίτης στην Αίγυπτο. Το σπίτι αυτό ήταν η καλοκαιρινή του κατοικία. Τα χρόνια της συγκεκριμένης δεκαετίας το κατοικούσε η αδερφή του κυρία Σανοπούλου. Τα καλοκαίρια συνήθως φιλοξενούσαν και το γέρο Σιδηρέλλη με την κόρη του Φωτεινούλα. Ένα ψηλόλιγνο γεροντάκι με άσπρο, κάτασπρο κουστούμι και άσπρα παπούτσια, κάτασπρο παναμαδάκι και κομψό μπαστούνι. Ο γέρο-Σιδηρέλλης ήταν ιδιοκτήτης των Θέρμων με το μαγκανοπήγαδο τη στέρνα με τα χρυσόψαρα και τις τζαρτζαλιές.
΄Ενα τεράστιο σταροχώραφο με διάσπαρτες πανύψηλες κουκουναριές απλώνονταν ως το υποστατικό του Παντελίδη στο οποίο υποστατικό κατοικούσε τότε η οικογένεια Κουρμπετη με κόρες την Αρη και τη Μαρία.
Ο απέναντι του σταροχώραφου χώρος μετά το δρόμο, εκεί που τώρα είναι ο Ναυτικός Όμιλος, ήταν χέρσος. Υπήρχαν κάτι κορομηλιές με μενεξεδιά λουλούδια και κίτρινους καρπούς. Κάτω από τα δέντρα αυτά ο τότε Δήμαρχος έστησε τα πρώτα
πέτρινα παγκάκια για να κάθονται οι κυριακάτικοι περιπατητές. Δεξιά ήταν ένα μονοπάτι που περνούσε συριζα απ το λόφο με τις πολεμίστρες και οδηγούσε στις πυκνόφυτες φραγκοσυκιές και το βράχια του Μονόπετρου.Η παραλία του λίγο επικλινής με χοντρή άμμο, πόλος έλξης της καλοκαιρινής πολυμελούς παρέας.Εκεί κάναμε μπάνιο, βουτιές, παιχνίδια, νεανικά φλερτ, τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα. Απέναντι απ' το υποστατικό (μεσολαβούσε ο δρόμος) τέσσερα-πέντε πλατιά σκαλοπάτια, αραιοπετρωμένα, οδηγούσαν στα γερμανικά μνήματα. Λέγεται πως αυτός όλος ο χώρος ήταν ιδιοκτησίας Παντελίδη εξού και η ονομασία του. Υπήρχε ένας μακρύς διάδρομος στρωμένος με ασπροκίτρινο, χοντροκομμένο μαρμαράκι, που τον όριζαν και τον περιφρουρούσαν πανύψηλες κουκουναριές. Στις δυο μεγάλες εκτάσεις δεξιά κι αριστερά του διαδρόμου απλώνονταν διάσπαρτες μαρμάρινες ταφόπετρες, που σκέπαζαν τους τάφους γερμανών πολεμιστών. Οι περισσότερες ταφόπετρες ήταν διαβρωμένες και μετατοπισμένες. Εμείς παιδάκια τότε σκύβαμε να μαζέψουμε κουκουνάρια και βλέπαμε νεκροκεφαλές και διαβρωμένα σπονδυλοκόκκαλα. κνήμες, περόνες, μηριαία. στο τέλος του διαδρόμου ένας λοφίσκος γεμάτος ραδίκια, ζοχούς και κίτρινα κακτολούλουδα ανάμεσα σε ριζωμένους χοντρόβραχους και αυθεντικές φραγκοσυκιές. Ο λοφίσκος αυτός ήταν η κατάληξη της βόλτας των ρομαντικών. Εκεί απολάμβαναν το Ηλιοβασίλεμα πίσω απ' τ'αγιονόρος, παλαμάρι που κράτησε τις ψυχές δεμένες στο αραξοβόλι που λέγεται Ρωμαίικος Γιαλός.
Στα μέσα της δεκαετίας του '50 ήρθε και τούκατσε κορώνα ο μετεωρολογικός σταθμός με πρώτο μετεωρολόγο τον Άγγελο Γλυκή.
Δεξιά του απόκρημνου λοφίσκου και το μετεωρολογικό σταθμό μια αμμουδερή κατρακύλα περιφρουρούμενη από ασλάνηδες μας οδηγούσε κατρακυλώντας στα ρηχά νερά.
Ρωμαίικος Γιαλός, ένα ζωντανό κάντρο αλμυρής φύσης με όλες τις αποχρώσεις του μπλε Με γλάρους, πότε κουρνιασμένους πότε σαλπαρισμένους ν' ακολουθούν τα τρεχαντήρια. Με αρχοντόσπιτα που δεν έχουν αυλές για να κουρνιάσουν και το κύμα της τραμουντάνας κρατά ξύπνιες τις μνήμες τους.
Ρωμαίικος Γιαλός τότε που πουθενά δεν φαίνονταν κανένα τέλος. Τότε που όλα νόμιζα πως είναι για πάντα. Τότε που οι άνθρωποι που τον κατοικούσαν χαμογελούσαν κι εγώ τους άκουγα. Τότε που ήρθε και κάθισε ένα αγκίστρι στο λαιμό μου.
Ρωιμαίικος Γιαλός. Ισχυρή μαγγανεία σου και τότε και τώρα.
Τώρα που το δειλινό ήρθε να ανακόψει τη βόλτα. Τώρα που ο ήλιος έχει πια βουτήξει.
Τώρα που η κιβωτός μου ψάχνει μες το μενεξεδί του εσπερινού μια παραλία, να απλώσω το κορμί μου να στεγνώσει.
Τώρα που τ' αποσπερνό αγιάζι σταλάζει στο ευλογημένο αυτό θαλασσόβρεχτο σημάδι της γης και περιλούζει το ώριμο κορμί μου. Το σιγανό ανεμοφίλημα κείνου του Μάη της χαρούμενης παιδικής ζωής μου απελευθερώνει τις αρωματισμένες ανάσες του... ανάσες που ευτυχώς δεν ξεθύμαναν ακόμη. Κάθε που θ' ανοίξω το σεντούκι ξεχύνονται, αρωματίζουν το ψυχικό μου μέστωμα και διαχέουν μια παιδική δροσιά στην άσπρη κεφαλή μου. Ρουφώ τις ανάσες τούτες... κλείνω τα μάτια... ταξιδεύω. Το κάθε ανάβλεμμα με συγκλονίζει… το αγκίστρι πάντα καρφωμένο στο λαιμό μου.

Βαρβάρα Βαγιάκου-Βλαχοπούλου