Η ΜΑΓΕΙΑ ΤΟΥ ΑΣΠΡΟΜΑΥΡΟΥ

Δημοσιεύθηκε: 24 Απριλίου 2013 | Εφημερίδα "Λήμνος"

Σκαλίζοντας το κίτρινο συρτάρι μαγνήτισαν το βλέμμα και τη μνήμη μου δυο ασπρόμαυρες φωτογραφίες Πρωτομαγιάς.
Η μια, αυτή με το γραμμόφωνο καταμεσής της παρέας, απεικονίζει πρωτομαγιάτικο ξεφάντωμα στο Μούδρο, το 1956 και ανήκει στη συλλογή συγγενικού μου προσώπου. Η άλλη απεικονίζει πρωτομαγιάτικο γλέντι στον κάμπο της Μύρινας, το 1957, και ανήκει στην προσωπική μου συλλογή.
Ένας χρόνος διαφορά στάθηκε ικανός να βάλει στο χρονοντούλαπο της μνήμης το ρομαντικό γραμμόφωνο και να ενδώσει στη ζωντάνια των μουσικών οργάνων, την παιδεία των οποίων έφερε στη Μύρινα γύρω στο 1950 ο Σαμιώτης στην καταγωγή μουσικός Παύλος Παπαδημητρίου, που ανέλαβε να οργανώσει τη φιλαρμονική του Δήμου, τα όργανα της οποίας είχε δωρίσει ο Λημνοαμερικάνος ευεργέτης απ΄ τις Σαρδές, Βέργος.
Το χρώμα στη φωτογραφία ήρθε στις αρχές της δεκαετίας του '60 μαζί με το rock 'n roll.
Οι παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες, μπορεί για τους νεότερους να ανοίγουν πύλες ενός παρελθόντος άγνωστου και μυστηριακού για εποχές που δεν γνώρισαν και δεν έζησαν, για 'μας όμως που τις γνωρίσαμε και τις ζήσαμε, ξαναζωντανεύουν φωτεινές στιγμές στην ιστορία της οικογένειας, της παρέας, της κοινωνίας που μας έθρεψε.
Προσωπικά, με το που αντικρίζω την ασπρόμαυρη φωτογραφία του κιτρινισμένου άλμπουμ, που συχνά πυκνά ξεφυλλίζω, με μεγάλη ευκολία χρωματίζω και ζωντανεύω την καρό φούστα της γλυκιάς μου Ασπασίας, αρμολογώ το παζλ της συγκεκριμένης εποχής και νοσταλγώ τη ζεστασιά της φιλίας (Ασπασία μη κλαις).
Το δύσκολο είναι να αποδώσω στους απογόνους μου τη βαρύτητα του ασπρόμαυρου, να ξεσκεπάσω τη μαγεία και να το φωτίσω με τα σύγχρονα χρώματα της ίριδας, που μόνο 7 δεν είναι πια, σε τούτη την παρδαλή εποχή της τέχνης των εφέ.
Το ασπρόμαυρο συνάδει με τη συμπυκνωμένη μυστικοπάθεια της εποχής που η φαντασία μου πρέπει να ανατρέξει στο από καταβολής κόσμου φάσμα της ίριδας, να δουλέψει πολύ για να επιτύχει τη διαφάνεια της εικόνας και να την αποδώσει με τις σύγχρονες μίξεις των χρωμάτων και τις ανακλάσεις τους.
Δυστυχώς ή ευτυχώς, οι δικές μας αποτυπωμένες στο φακό παιδικές μνήμες, είναι πηγές δροσιάς στις αποχρώσεις του ασπρόμαυρου. Προσωπικά, είχα προβλέψει να τις τοκίσω στην τράπεζα του κίτρινου συρταριού και να μπορώ τώρα να δηλώνω εισοδηματίας. Εκατοντάδες ασπρόμαυρες φωτογραφίες με ξεδιψούν ακόμα.
Πόσα μυχιαίτατα μυστικά κρύβει ο συνδυασμός αυτών των δυο χρωμάτων, είναι δύσκολο να διακριθούν ακόμα και απ΄ τους ειδικούς της φωτογραφίας που δεν έχουν πάρει γεύση εκείνης της εποχής. Αυτή είναι και η μαγεία του άσπρου-μαύρου, διότι η φαντασία πλαταίνει την εικόνα κατά πως το επιθυμεί η ψυχοσύνθεση του καθενός. Αυτή είναι που εγείρει την αινιγματική επιθυμία της ανακάλυψης του χρώματος και σου απελευθερώνει τη δύναμη του “ονειρεύεσθαι”.
Έχω στον τοίχο του σπιτιού μου κορνιζωμένη μια φωτογραφία προγόνων την ημέρα των γάμων τους, δεκαετία '20. Δίνω το “βιογραφικό” της στα χέρια του Μιχαήλ-Άγγελου και σε λίγο απολαμβάνω ένα φρέσκο απ΄ την Καπέλα Σιστίνα. Ένας πανκυρίαρχος ερωτισμός αναβλύζει απ΄ τις ματιές των προγόνων, ένα ιρίδισμα σεμνότητας και συντηρητισμού... ερωτικά συναισθήματα κρυμμένα κάτω απ΄ το γκρι που μόνο ένας μεγάλος ζωγράφος κατάφερε να ανασύρει και αποδώσει στο καναβάτσο του την αλήθεια της στιγμής. Ναι... την είχε κλέψει τη γιαγιά ο παππούς και τα χρώματα ανέδειξαν τη γλυκιά “αμαρτία” της εποχής.
Το θέμα είναι τι προτιμά κανείς σήμερα. Το ασπρόμαυρο που κρύβει τη μαγεία ή τα χρώματα που την ξεσκεπάζουν και πολλές φορές την εκχυδαϊζουν κιόλας. Ρομαντισμός ή ρεαλισμός;
Κοιτώ τις φωτογραφίες της Πρωτομαγιάς. Ψάχνω το στεφάνι. Ασπρόμαυρο... ασπρόμαυρη και η πανδαισία της φύσης. Σκούρες οι φουντωμένες αμυγδαλιές και το γραμμόφωνο με το χωνί, ασπρόμαυρο κι αυτό. Να 'παιζε το “άσ' τα τα μαλλάκια σου ανακατεμένα”; Να 'παιζε το “μάτια καστανά”; Ή το “μάτια σαν και τα δικά σου δεν υπάρχουν στο ντουνιά”; Γραμμόφωνο!!! Φωνή ξεχασμένων φίλων. Συγκινούμαι (Ασπασία μη κλαις).
...Εδώ ο Μιχαήλ-Άγγελος περισσεύει. Ο ίδιος έλεγε “το χέρι που ακολουθεί το νου έχει τη δυνατότητα να εκτελεί”. Ναι: το φρέσκο θα το μπογιατίσω εγώ και είμαι σίγουρη πως δεν θα το “εκτελέσω”. Το έχω... Την έχω χιλιοζωγραφίσει την εικόνα από παιδούλα και δεν έπαψα κάθε 1η του Μάη να τη ζωγραφίζω αφαιρετικά. Βγάζω τις “βίλες – μπάζα”, ξαναφυτεύω τις αμέτρητες αμυγδαλιές, σκληρές, πικρές, αφράτες, καρυδάκια, φιλοτεχνώ τα φιδωτά τα μονοπάτια και πιάνω τις μπογιές της εγγόνας μου. Τον κάμπο αυτό και τις Πρωτομαγιές του τον έχω στο θρόνο των αναμνήσεών μου. Κιτρινόασπρες μαργαρίτες και κατακόκκινες παπαρούνες ξεπηδούν μέσα από τις κλιματσίδες του στεφανιού. Σκορπώ αγριολούλουδα παντού. Ρίχνω όλες τις αποχρώσεις του πράσινου πάνω στις φουντωμένες αμυγδαλιές, στους τράφους, στους αράμνους, στις αγριοσπαραγγιές. Να και 'μια καθυστερημένη τρικοκιά στο πράσινο της φύτρας πάνω στο μύλο του υδραγωγείου. Ξέρουν οι Αντρωνιάτες. Και φτάνω στο γραμμόφωνο. Καθόλου δε χρειάστηκε να σκεφτώ τα χρώματα. Τα ήξερα. Είχα την εικόνα του οικογενειακού μας καρφιτσωμένη στη ψυχή μου χρόνια τώρα. Βάφω την ξύλινη βάση καφετιά και το χωνί ξεθωριασμένο θαλασσί οπαλίνας, μ' ένα κλωνάρι ανθισμένης αμυγδαλιάς πάνω του. Ροδόχροα τα άνθη, κίτρινοι οι στήμονες και ο δυνατός ύπερος πορτοκαλόχρους. Στο τέλος, μια βελόνα ασημιά ακολουθεί το χαρακωμένο μαύρο βινύλιο των 33 στροφών και παράγει μελωδία. Διαβάζω τις νότες που τα χελιδονίσια ράμφη κλέβουν απ΄ το κελαριστό χωνί και τις γράφουν στο πεντάγραμμο του αιθέρα. Μέσα από μισό αιώνα και βάλε βγαίνει αβίαστα η μελωδία που με παρασύρει στο στροβίλισμα του πιο γνωστού βαλς της εποχής.
“Λες και ήταν χθες
λες και ήταν χθες
που φιλάκια σου 'δινα
στα χείλη τα βελούδινα
κι άκουγε η μουριά
κι η κληματαριά
τις κουβέντες τις γλυκιές...” γλυκιές σαν τα κωνοειδή βαθυκόκκινα γλειφιτζούρια με την ξύλινη αγκαθωτή βάση που μας πούλαγε ο τσακατσούκας.

Βαρβάρα Βαγιάκου-Βλαχοπούλου