Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΛΗΜΝΟΣ τον Οκτώβρη του 2015.
Με αφορμή μια φωτογραφία που ή φίλη Δέσποινα Ασλανάκη ανάρτησε στο facebook...ο νους μου βγήκε σεργιάνι στα σοκκάκια της Μύρινας...κι εκείνα του Αντρωνιού...κι εκείνα της Ατσικής.Ή φωτογραφία φιλοξενεί τέσσερις αγαπητότατες κυρίες, φίλες τε και συγγενείς,να κάθονται ή μια δίπλα στην άλλη,μπροστά σε γνωστή αυλόπορτα,αγαπημένη..στο ΣΚΛΙ.
Το σκλί...τα σκλιά.Υποθέτω πως ή λέξη είναι σύντμηση της λέξης σκαλί. Τώρα οι Λημνιοί γραμματολόγοι ας δώσουν τη δική τους ετοιμολογία Εγώ δε θα ασχοληθώ με τη λέξη ,αλλά με τον έννοιά της σα θεσμός.
Το ΣΚΛΙ λοιπόν ήταν ένα συγκεκριμένο γυναικείο ως επί το πλείστον στέκι.,που το καλοκαιρινό γιώμα συγκέντρωνε τις γυναίκες της γειτονιάς και με το φλυτσανάκι του καφέ,έπιναν σιγά την κούραση της μέρας.Ήταν υπήνεμος,σκιερός,προστατευμένος χώρος,με χτισμένο πέτρινο πεζούλι σα σκαλί σύριζα στον τοίχο ,ή λεγόμενη πεζούλα, που σου επέτρεπε να κάθεσαι και ν'ακουμπάς σ'αυτόν για να ξεκουράζεις την τριτοκομένη από τις δουλειές μέση σου.."Οστεοπόρωση; Τ'είν και τούτο πάλι Άντε να διούμε τι θ'ανακαλύψτε ακόμα σείς οι νιές"
Το ΣΚΛΙ τραβούσε τις γυναίκες σαν ή γύρη τις μέλισσες.Μαζεύονταν εκεί για να δροσιστούν..να εκφραστούν..να συζητήσουν βρε αδερφέ, "να πούνε μια κουβέντα", και να μάθουν ή μια από την άλλη τα του χωριού,να" διούνε " ποιός περνά,τι "κβανεί" ο χερόλομος.Ή περιέργεια ήταν συστατικό της "ολομέλειας"και έδινε αφορμή για την εξέλιξη της συζήτησης.Αν το νέο είχε ενδιαφέρον το βελονάκι γλυστρούσε απ'την ταντέλα πάνω στην υφαντή ποδιά , το χτενάκι ξαναμάζευε κώτσο το μαλλί,έτσι για να λευτερωθεί τ'αυτί , να βρει ή είδηση το στόχο της ,να ευφρανθεί ή να πονέσει ή ψυχή.Ήταν και τα δυό συναισθήματα που έπρεπε να τα νοιώσει κι εκεί να εκφράσει την κοινωνικότητά της απαραίτητη για να εξάρει την καταπιεσμένη φαντασία της ...στο όνειρο ...και στο ταξίδι !!!
Σιγά σιγά την πεζούλα αντικατέστησε...το σκαμνάκι..ή ψαθωτή καρέκλα...ή πάνινη πολυθρόνα, με θλιβερή κατάληξη την εμφάνιση της άσπρης πλαστικής, ή οποία "μπαστάρδεψε"(ας μου επιτραπεί ή λέξη),πέρα για πέρα την παράδοση.
" Αν αναπνεύσεις περισσότερο από ότι χρειάζεται...σβήνει ή φλόγα!"Ο χρόνος για μένα,όσο κι αν προσπάθησε με τις παραπανήσιες "πλαστικές ανάσες" ,δεν το κατάφερε να σβήσει τη φλόγα!Με ορμητήρι τη φωτογραφία,ο νους μου πήρε δρόμο τα σοκκάκια του Κάστρου(Μύρινας),πήρε και το σκαμνάκι του κι άρχισε να τα επισκέπτεται ενα ενα...
Το δικό μας σκλι ,αυτό της γειτονιάς μας δηλαδή... νάτο...πρώτο πρώτο ξεπετά εμπρός της Μόσχαινας τα μαρμαρένια τα σκαλιά. Νάμαι κι εγω μικρό κοριτσάκι τότε με τον φιόγκο στο μαλλί,καθιστή στο πρασινοβαμμένο μου σκαμνάκι, ανάμεσα στις γειτόνισες να παρακολουθώ τις γιαγιοκουβέντες!Ήταν ίσως το πιο περαστικό ΣΚΛΙ! Ολος ο κόσμος που κατέβαινε στο Τερέν,περνούσε μπρος μας.Ποια είναι τούτη; Έμπαινες στο Google και σου κατέβαζε ότι ήξερε ή κάθε μια...από γενεολογικό κορμό,κλαδιά και παρακλάδια.Ή μια συμπλήρωνε την άλλη, ως να φτάσουν στα άνθη και τους καρπούς και να καταλήξουν στο δωδεκάποντο τακούνι της και πως το "περπατούσεν ή αδιαφόρητ!!" Στο ΣΚΛΙ αυτό έχω ακούσει τις πιο ενδιαφέρουσες ιστορίες για τους ιθαγενείς του Κογκό ,διότι ή κόρη της κυρά Ελπινίκης της Μόσχαινας έμενε εκεί και τα καλοκαίρια ερχόταν στο νησί και μας ταξίδευε με τις αφηγήσεις της.
Πριν από το γιοφύρι του παπΑντροκλή, σε μια γωνιά οικοδομικά προφυλαγμένη, λειτουργούσε το ΣΚΛΙ της Βασιλειάδενας,με πολυθρόνες πάνινες πρωτοεμφανσθείσες!! Πρωταγωνίστρια της "πρόζας" ή Βαλσαμίδενα,σύζυγος διδασκάλου όπως συνήθιζε να λέει ,με ασυναγώνιστο χιούμορ. Εκεί άκουγες ιστορίες αμπαν μπαμπαντάν...
Χωμένο στα παρακλάδια της αλάνας( σταθμός ΚΤΕΛ), συναντούσες το ΣΚΛΙ της γειτονιάς της κυρά Φσέβιας(Ευσέβειας).Αξέχαστες φυσιογνωμίες καλοπροαίρετες περιποιητικές και επειδή είμουν φίλη με τις Γναρδενοπούλες το επισκεπτόμουν συχνά.Εκεί έπεφτε το γέλιο το πιο πηγαίο.Είχε τόσο χιούμορ ή κυρά Φσέβια, που δεν σου έμενε άντερο που λένε!Και τσουπ τσουπ,νάμαι στο ΣΚΛΙ της Πλαφαδέλενας!!!Σκιερό ...μεστό...οικίο..πολυαγαπημένο,λόγω φιλίας με την κόρη Άσπασία.Συγκινούμαι ακόμα σα κάθομαι νοερά ανάμεσά τους..δίπλα δίπλα με τη φίλη μου,να ρουφώ τις κουβέντες τους, άρρηκτα συνδεδεμένες με την Ιστορία.Οι φωνές των πιο ηληκιωμένων,σβησμένεςστο δάκρυ, έβγαιναν σαν από σπήλαιο θαρρείς, μπρος σ'ένα απόστημα ζωής,που το πίεζαν σιγά σιγά να σπάσει μέσα στην ιστορία της προσφυγιάς Είχε πολλούς πρόσφυγες ή γειτονιά εκείνη , που κουβαλούσε ο καθείς τον πληγωμένο μυστικισμό του ξεριζωμού. Ή φαντασία τους ταξίδευε με δέος...και σαν απόμεναν βουβές, βυθισμένες σε μια αφαίρεση που σ'εκανε ν'ανατριχιάζεις, ή νόνα της Ασπασίας για να σπάσει τον νοσταλγικό στοχασμό,ανασήκωνε τα φουστανάκια μας διακριτικά... "Αιμέ κόρες μου...που είναι δα τα μισθοφόρια σας; Τσίτσιδες γυρνάτε; Τι γενιά είσαστε σείς...Ντροπής πράγματα μαθές και διακριτικά πάλι μας μοστράριζε μιαν άκρη απ'το μελιτζανί δικό της μισοφόρι!
Επειδή ή μητέρα μου είχε Αντρωνιάτικη καταγωγή και ο πατέρας μου Ατσικιώτικη,είχα την τύχη να πάρω γεύση από διαφορετικά Σκλιά.Έτσι δράττομαι της ευκαιρίας να στήσω το σκαμνάκι μου,πρώτα στο αγαπημένο σκλί του καλοκαιρινού Άντρωνιού το ΣΚΛΙ της θείας της Θυμίτσας...και πιο κάτω σε ένα εξ ίσου αγαπημένο Ατσικιώτικο,αυτό της φωτογραφίας που με συγκίνησε Κάθε απανομιά της ψυχής μου κι ένα σκλί!!!
Ο Ασημάκης Πανσέληνος έλεγε" Θυμώνω μ'αυτους που πεθαίνουν!"Εγώ Θυμώνω μ'αυτούς που ενταφιάζουν τις μνήμες θαρρείς και το δικαιούνται Οι μνήμες αν ενταφιαστούν κλωνίζεται το δέντρο της παράδοσης κι αυτό της Ιστορίας γενικά.Οι μνήμες δεν τον αντέχουν τον ενταφιασμό απαιτούν μεταφορικό μέσον,να ταξιδέψουν στο χρόνο να οικοδομήσουν την παράδοση και να μη μας το προσάψουν κάποτε οι επίγονοί μας."Εκείνο που θα σου προσάψουν τα χελιδόνια...είναι ,ή Άνοιξη που δεν έφερες"είπε ο Ελύτης:
Με το που έγερνε λοιπόν ο ήλιος σιγά σιγά το σκλί ζωντάνευε. Ή κουβέντα ξεκινούσε νωθρά κι απέπνεε ανάσες κουρασμένες
"Ή κυρά Βοτώ έβρασεν σήμερα το μούστο,χτες ακόμα τ'φέραν το κοκκνόχωμα απ'Ατσκή.Το Ασπασώ χειρομλούσεν αυκο ουλ'τ'μέρα, ή Θυμίτσα,καταπιάσκεν μαθέ με τ'ντομάτα το γλυκό και κόλαν απ'τ 'κορφή οσαμε τα νύχια τσ ,το Δεσποινιώ έβρεξεν τραχανό και τον άπλωσεν στα σεντόνια ,το Πηνελώ κατ ιδεική στ'αμπέλ έβρεχεν τ'σταφίδα με τ'ποτάσσα,κι ή Μπαγάνενα δεν ήβλεπεν το χάλιτσ που δε μπόργιεν να πορπατήσ καλά καλά μον μάζευεν φασλούδια κάτ'απο κεινά στ'αργασά!" Άντε σταματήστε τώρα να μας διαβάσ' το φλυτσάν'η Θυμίτσα."Να πάτε στο παπά να σας διαβάσ",ακούστκεν ή φωνή τΑνέστη τ'Κρυσταλά που κατφόρζεν νωρίς νωρίς στο καφενέ!!
Και ή Θυμίτσα με τα σημάδια του καφέ άρχιζε να παραπλανεί την καθημερινότητα, απομάκραινε προς στιγμή τις σκοτούρες, κινητοποιούσε τη φαντασία και τις σεργιανούσε σε μονοπάτια απερπάτητα.Πόρτες διαβατάρικες, ταξίδια που δεν έρχονταν ποτέ,γράμματα αγαπημένα από την "Αλεξάντριγια"και την Ισμαϊλία,...γράμματα που ταξίδευαν και οσονούπω θα έπιαναν στεριά και ταχιά παρα ταχιά ο Μπάμπης το γελαστό το χωριανό τους το "παλκάρ"θα τους τα μοίραζε πόρτα πόρτα.Και βέβαια...στέφανα και στεφανοφιλήματα να ξεμυτούν δειλά δειλά μέσα από τα κατακάθια του καφέ,για την κόρη την ανύπαντρη...την χρονοπερασμένη. καημός , ασήκωτος καημός ο γεροντοκορισμός!!
"Άντε καλότχο" έλεγε ή Θυμίτσα και ή κουβέντα περιδιάβαινε σοκκακι το σοκκάκι κι έκαμνε στάση στο παραπέρα ΣΚΛΙ στην παρακάτω ρούγα,εκεί που οι γειτόνισες,έκαναν διατριβή στους καημούς της ξενητιας Αίγυπτο ,Αμερική,Αυστραλία Καναδά, όλες κάποιον ξενητεμένο είχαν και οι κουβέντες πήγαιναν κι έρχονταν ζώντας τη γοητεία του ανέφικτου και την έξαρση της αδιόρθωτης συγκεκριμένης ψηλομύτας σε ένα παραλήρημα καυχησιολογίας για τον γάμο του γυιού της με μια Κερκυραία και για τα προικιά που τούταξαν, παλάτια και παπόρια!"Άντε πια και τούτην ή ξπασμέν " ,της έκαναν μούτρα και την απόδιωχναν
Μπουνάτσα και φουρτούνα ή ψυχή του ανθρώπου σε μια μικρή κοινωνία που διέπονταν απο κανόνες , μια κοινωνία που σε μίκραινε και σ'έφερνε στα μέτρα της,ή σε απέβαλλε ,γιατί αν ο ίδιος δεν είχες γραμμή δεν είχες το δικαίωμα να μιλάς π.χ.για ηθική στο σκλί.Στο σκλί οι ψυχές μαζί αλαφρανάσαιναν μαζι βαριανασαίναν!
Το σκλί στους άντρες αντιπροσώπευε ο καφενές.Μόλις απαλλάσσονταν από τον ίδρω της μέρας με λίγους μαστραπάδες πηγαδίσιο κρυονέρι,έπερναν την κατηφόρα για τους καφενέδες, να παίξουμε στα ζάρια τον καφέ ή το Συριανό λουκούμι, να πιούνε και "σαν ύστερα" κάνα δύο ρακιά,με μεζέ ντομάτα και παστό κολιό και πριν καλά καλά αρχίσει τον αμανέ του το τριζόνι,να μαζευτούν στο κονάκι τους με τη γεύση του ρακιού στο νοτισμένα το μουστάκι .Ήρθε τ'αφεντικό στο σπίτι,οι συνευσκλιαζόμενες κυράδες στο "μαντρί". Ή κάθε μια μάζευε τ'απομεινάρια της κούρασης της, την πίκρα ή τη γλύκα της κουβέντας(έπαιζαν και τα δυό).... την γλύκα της μουσταλευριάς... του χαλβά της κατσαρόλας... ή της ταραχτόπιττας...ή ότι άλλο είχε τέλος πάντων κεραστεί κι αποχωρούσαν!Έκλειναν οι αυλόπορτες και μια μια έσβηναν οι λάμπες πετρελαίου και τα λούξ,αργότερα και το ηλεκτρικό!Και μέσα στη γλυκειά τη σιγαλιά της νύχτας που λέει και το τραγούδι,το τριζόνι ανενόχλητο ανέβαινε οχτάδες.Κοινή ησυχία,απόλυτη, νεκρική θα την έλεγες, ως ν'ακουστεί το ξυπνητήρι του χωριού,το πρώτο το κοκκόρι.Οι αυλόπορτες ή μια μετά την άλλη άρχισαν να τρίζουν, τα βασιλικά έχυναν τις ευωδιές τους σπονδή στο πέρασμα του αφέντη τους που περαστικός τους έριχνε ένα χάδι, ο χερόλομος δέχονταν στ'αποκοίλι την πρώτη σουβλιά της βουκέντρας και ξεχύνονταν στο δρόμο της μέρας. Ένας ήλιος φιλικός,ολοστρόγγυλος, προσιτός,μπορούσες και στα μάτια να τον δείς,πριν οσονούπω αγκαθώσει και σ'αναγκάσει να κατεβάσεις το ψαθί σου ως τ'αυτιά ,και τη μαμούκα σου ψημένη μου αγρότησα Λημνιά μέχρι τα μάτια...όσο να βλέπεις για να τσαπίσεις να θερίσεις,να τρυγίσεις να καρπομαζέψεις,να αρμέξεις να πήξεις...να ιδρώσεις ...για να καταλάβεις τη γλύκα του σκλιού και του καφενέ ,σα στο σπίτι σου προμαζευτείς να ξαποστάσεις
Όσο περιέγραφα τα παραπάνω περι αγροτιάς,ή ίδια ,λαφροπερπατούσα στα Ατσικιώτικα παιδικά μου βιώματα στο σπίτι της θειάς μου της Βαγγέλας
Ο χρόνος...σιγά σιγά το έσβησε το σκλί.Οι μεγάλες βεράντες, τα ενοχλητικά αυτοκίνητα,και μια πλανεύτρα τηλεόραση φονιάς ,ανάγκασαν το σκλι να μαζέψει τις κουρελούδες και τα σκαμνάκια και να αποσυρθεί στη γωνιά του ρομαντισμού... μαζί με την καντάδα...τη βαρκάδα...το φοξ τροτ...και το ταγκό"το ωραιότερο του κόσμου ".
Και ξαφνικά μέσα στο facebook ένα πολυαγαπημένο Ατσικιώτικο ΣΚΛΙ αναδομημένο πάνω στο άσπρο πλαστικό... έστω...στάθηκε ικανό να πυροδοτήσει τη μνήμη μου και να νοτίσει τα μάτια μου!
Ένα δάκρυ...πολλά δάκρυα για μια πολυθρόνα νοητή...αδειανή... στημένη ανάμεσα σε πρόσωπα οικία,αγαπημένα... να αναπολεί μαζί τους στιγμές σταμπωμένες στους απέναντι πέτρινους τοίχους και τα κανάτια τα κλειστά του πατρικού του!!!
" Εγώ τελείωσα... Να γινόταν τουλάχιστον ν'αρχίσει κάποιος άλλος από κει που τελείωσα εγώ!!!". Σεφέρης.