Η ΧΑΡΑΜΑΔΑ

Ήταν έτοιμος απ´όλες τις πλευρές. Τακτοποιημένα και λεπτομερώς ζυγισμένα στο μυαλό του όλα.
Από το πως θα βάλει την επιμελώς σιδερωμένη του ποδιά, μέχρι το πως θα καταστείλει την τρεμούλα του διαγωνιζόμενου μπροστά στην αυστηρότητα των κριτών.
Ήταν ο ημιτελικός αύριο. Σίγουρα οι κριτές θα ήταν πέραν του δέοντος αυστηροί. Εκείνος όμως θα έβαζε τα δυνατά του, να « σουβλίσει» την αγριάδα της ζωής του για άλλη μια φορά. Ήθελε τόσο πολύ να βρεθεί στον τελικό, γιατί όχι να φορέσει και τον χρυσό σκούφο του νικητή. Η νύχτα περπατούσε ανάμεσα  στα σκοτάδια της και ο Ναδίρ δεν είχε κλείσει μάτι.
« Ένα πτώμα θα είσαι αύριο» ψιθύρισε στον εαυτό του και γύρισε πλευρό, περιμένοντας  τον Μορφέα να του φέρει τον χρυσό σκούφο. Αντ´ αυτού, του έφερε τον εφιάλτη της χαραμάδας. Αυτή τη μοναδική ελπίδα ζωής, που χρύσιζε μέσα από το μπουντρούμι της Ιρακινής φυλακής. Μιας φυλακής με στοιβαγμένα κορμιά ανάμεσα σε περιττώματα συνανθρώπων του Αφγανών. Αυτών που είχαν την τόλμη να ξεφύγουν από τους βομβαρδισμούς του πολέμου, να δραπετεύσουν στο Ιράκ σαν ενδιάμεσο σταθμό στην αναζήτησή της οδού προς την ελευθερία. Να ζήσουν ήθελαν. Ο πόλεμος που είχε ξεσπάσει στην πατρίδα τους, σκότωνε. Αρμάδα οι σκηνές περνούσαν μπροστά του, φορτωμένες φρίκη, απελπισία και μια τόλμη να καραδοκεί την ευκαιρία απόδρασης μέσα από τη φωτεινή χαραμάδα  της ελπίδας.
Με αυτή τη χαραμάδα οδηγό ο Ναχίρ τόλμησε αποδράσεις, κακουχίες, συρματοπλεγμένους αγκαθωτούς φράχτες, αφρισμένα κύματα, κατατρεγμό, πλήρη ευτελισμό της ανθρώπινης  υπόστασής του, ως να καταλήξει « ένα παιδί να κοιτα τ´άστρα» ανάσκελα, πάνω σε ένα  ξύλινο παγκάκι της οδού; Ελλάντα. Αυτό γνώριζε. Οδός Ελλάντα. Απέναντι  από το περίπτερο του κυρ Μιχάλη και πιο κάτω, ένα «σταθερό συσσίτιο», μια αράδα φιλόξενοι σκουπιδοτενεκέδες.
Ρημάδα ζωή, με αλκυονίδα σου την Ελλάδα. Πόσα άστρα  τούτος ο ουρανός σου πόσα;

Άστρα που ίσως κανένας δεν καταδεχόταν να τους ρίξει μια ματιά, μα ο Ναδίρ τα μετρούσε κάθε που έβγαιναν και φώτιζαν τις άυπνες σκληρές του νύχτες. Κρύες νύχτες. Τα έβλεπε ακόμα και πίσω από τα σύννεφα, έτσι τον  βόλευε, λαχταρούσε το φως τους, είχε ανάγκη τη συντροφιά τους και το παραμύθι τους,  που θα τον κοίμιζε. Παιδάκι  ήταν κι αυτός. Είχε δικαίωμα στο παραμύθι. Είχε δικαίωμα στο άρωμα του μητρικού κόρφου που τόσο σκληρά αποχωρίστηκε για να επιζήσει.
Έτσι και κάτω ακόμα από τη βροχή, με ομπρέλα την ισχνή εκείνη χαραμάδα, την ελπίδα, ο Ναχίρ κατάφερνε να βρίσκει τ´άστρα για να τον κρατούνε συντροφιά ως να ξημερώσει τη μέρα ο θεός. Και με την ελπίδα ανάμεσα στη λασπουριά να ανοίγει την παλάμη στον περαστικό για να εισπράτει περιφρόνηση τις περισσότερες φορές. Να ζητά ντουλειά και να εισπράτει απαξίωση από πόρτες που έκλειναν στη μούρη του εκνευριστικά.
Όμως ποτέ του δεν έπαψε να καλλιεργεί στα όνειρά του μιαν άλλη ζωή,μια ζωή με ενσαρκωμένο νόημα, μακριά από τις άχαρες, άκαρπες στιγμές που ως τα τώρα ζούσε.
Και ήταν πολλές, με το κρύο να του περουνιάζει τα κόκαλα με τη ζέστη να του λιώνει τις εναπομείνασες σάρκες.
Μα η χαραμάδα άρχιζε σιγά σιγά να φωτίζει την εμπιστοσύνη του κυρίου Μιχάλη, του περιπτερά. Ξύπνησαν μέσα του συναισθήματα. Τόσες μέρες… τόσες νύχτες… τόσες ξεφούσκωτες  Κυριακές …και ήταν ένα παιδί. Ένα παιδί σαν το δικό του. Ένα ζωντανό πλάσμα κάποιου θεού που δε γνώριζε ούτε ο ίδιος. Ένα  πετεινό του ουρανού  ξελακιασμένο από το σμήνος  της ζωής.
Άρχισε να του δίνει γάλα, λίγο ψωμάκι, μια κουβέρτα για τις απάνθρωπες κρύες νύχτες και μίλησε για ένα ήσυχο και καλό παιδί σε έναν φίλο του ταβερνιάρη που του έδωσε την πολυπόθητη ντουλειά.
« Είναι καλό παιδί Αλέκο.  Δος του ένα κομμάτι ψωμί. Από τα σκουπίδια ζει. Ήρθε στην Ελλάδα πρόσφυγας και περνά τις νύχτες του ξεσκέπαστο να κοιτά τον ουρανό. Κάμε το καλό, τουλάχιστον να βλέπει τα άστρα χορτάτο το κακόμοιρο.
Ω πόσο θα ήθελε να γίνει ένα αστέρι σε τούτον τον φιλόξενο τον ουρανό, που ξέρει πως να ζώνεται από ουράνια τόξα μετά τις καταιγίδες!
Η δουλειά για τον Ναχίρ ήταν ουράνιο τόξο που απλώθηκε στην κατατρεγμένη του ζωή και τη φώτισε. Ένα παιδί για τη λάντζα ενός μαγειρείου, που με την εργατικότητα και την τιμιότητά του άπλωσε φτερά, ανέβηκε σκαλοπάτια στην εκτίμηση του αφεντικού και έφτασε στη θέση του βοηθού αρχιμάγειρα.
Η χαραμάδα είχε γίνει ήλιος.Το μικρό βρεγμένο κατατρεγμένο αφώλιαστο σπουργίτι βρήκε στέγη, άνοιξε φτερά. Ω! Πόσο λαχταρούσε να πετάξει! Ένιωσε τις αχτίδες του ήλιου να του χτυπούν κατάφατσα τη μούρη.

Ξημέρωσε.Τινάχτηκε απότομα. Ήταν ο πρώτος που μπήκε στις τουαλέτες της προκάτ σχολής. Είχε στηθεί για τις ανάγκες του ριάλιτι παιχνιδιού. Έπρεπε να ετοιμαστεί για τη σημερινή μέρα. Ποιός να του έλεγε και να το πίστευε πως το μέστωμα των εικοσιδυό χρόνων της σκληρής του μοίρας θα του έδινε σήμερα την ευκαιρία να δώσει μια ακόμα μπουνιά στη ρημάδα τη ζωή και να ελπίζει για την τελειωτική. Εκείνη του τελικού.
Όταν αποφάσισε να δηλώσει συμμετοχή στο τηλεοπτικό παιχνίδι του «Master Chef» ένιωθε από ανασφαλής μέχρι δυνατός. Μπορεί η φλούδα της παιδικής και εφηβικής του ζωής να είχε χαρακωθεί σκληρά, να είχε ματώσει άπειρες φορές…αλλά να που οι ξαστεριές μιας ελεύθερης  χώρας του θεμέλιωσαν την ελπίδα κι αυτή άρχισε σιγά σιγά να επουλώνει τις πληγές, να ξεμυτά η φύτρα, να απλώνει βλαστό, κλαδιά..να λουλουδιάζει.
 Μια ακόμα μάχη είπε στον εαυτό του. Θα τη δώσω κι ότι βγεί.
Τα οχτώ χρόνια μέσα στο μαγειριό του κυρ- Αλέκου ήταν το μεγάλο του σχολείο. Ρουφούσε σα στυπόχαρτο  του αρχιμάγειρα τα μυστικά κι ένιωθε ικανός να δημιουργήσει. Ο μάγειρας το διέγνωσε και του εμπιστεύτηκε τη θέση του βοηθού του.
Έτσι σήμερα είχε πια το θάρρος να κοιταχτεί στον καθρέφτη της σχολής, να ισιώσει το τσουλούφι που επαναστατούσε στην κορυφή του φρεσκολουσμένου κεφαλιού του.
Κομψεύτηκε κιόλας μπροστά στον καθρέφτη του μπάνιου, ίσιωσε την ποδιά του και μπήκε στην διαγωνιστική κουζίνα, αποφασισμένος να καταπλήξει τους κριτές. Να την τολμήσει τη μπουνιά στην αντίπαλο ζωή για άλλη μια φορά.
Δεν ήταν καιρός για απολογισμούς τώρα, αλλά να, πριν από κάποια μάχη, είχε τη δύναμη να σπρώχνει την αυτοπεποίθησή του. Δεν είχε κανέναν δικό του στη ζωή να του τονώσει το ηθικό. Ακόμα και το αφεντικό του, ο αρχιμάγειρας, δεν είδε με καλό μάτι το κυνήγι της επιτυχίας του βοηθού του. Όταν του φανέρωσε την απόφασή του να δηλώσει συμμετοχή, αυτός κατσούφιασε. Χάσιμο χρόνου του είπε για να τον αποθαρρύνει. Δεν ήθελε να χάσει το λαχείο που του είχε πέσει.
Όμως ο Ναδίρ έβλεπε τα όνειρα του πια αλφαδιασμένα, τακτοποιημένα, καθαρογραμμένο ποίημα αφιερωμένο στην Αλκυονίδα μέρα που ξημέρωσε. Έπρεπε να περάσει στον τελικό.
Οι δοκιμασίες σήμερα ήταν πολλές. Ορντέβρ, κυρίως  πιάτο, επιδόρπιο. Πλήρες γεύμα γκουρμέ εστιατορίου. Οι κριτές έδειξαν ευχαριστημένοι και η ανακοίνωση ότι ήταν  ο ένας από τους δυο του τελικού, απογείωσε τη χαρά και την έκανε ουράνιο τόξο.
Ήταν το τελευταίο βήμα πριν από την ενθρόνιση της ελπίδας, του ονείρου, του ακατόρθωτου, του ανέφικτου που έδειχνε πως είχε πια τα κότσια να αντριωθεί σε  εφικτό.
Ένας χρυσός σκούφος που αντιστοιχούσε σε ένα μεγάλο χρηματικό ποσό, ασύλληπτο για το παιδί που τόσα χρόνια διάβαζε Λουντέμη χωρίς να ξέρει γράμματα και  φυσικά σε μια επαγγελματική καταξίωση, το νόημα της ζωής που καλλιεργούσε στα όνειρά του.
Η φωνή του κριτή τον συνέφερε.
« Τι θα κάνεις τα χρήματα όταν κερδίσεις τον σκούφο Ναδίρ;»
 « Έχω δεκαπέντε χρόνια να δω τη μάνα μου και τ´αδέρφια μου» πρόλαβε να αρθρώσει ο Ναδίρ. Το θολό σύννεφο που καραδοκούσε τις στιγμές άρχισε να ψιχαλίζει. Καθώς πρόφερε τη λέξη μάνα ένιωσε τα γόνατά του να λυγίζουν. Μια γλυκιά ανατριχίλα διέτρεξε επιδερμικά το κορμί του, έμπηξε μια μαχαιριά στη ψυχή, σήκωσε σα σίφουνας τη τριχοφυΐα των στιβαρών του μπράτσων και με δεξιοτεχνία εμπεδωμένη πιά, κατέστειλε την επανάσταση σπρώχνοντας τον εχθρό στα απόνερα της θολούρας των ματιών του. Έπρεπε να σταθεί μέχρι το τέλος αξιοπρεπής. Δεν επιθυμούσε τη συμπόνια κανενός. Σήκωσε το κεφάλι του στο ταβάνι για να γυρίσει πίσω τη βροχή που είχε αρχίσει να κατρακύλα στο μάγουλό του. Να τη γυρίσει πίσω στον γνωστό του ουρανό, μόνο αυτός θα τον ένιωθε και θα τον βοηθούσε, μα εμπόδιζαν οι σιδηροκατασκευές.
Οι κριτές κατάλαβαν. Σκούπισαν χαϊδευτικά τη δακρύβρεχτη οθόνη της ματιάς του με τη στοργικότητα της  δικής  τους. Ήταν τόσο γλυκό το χάδι τους! Τόσο γλυκό!

 Ξημέρωναν Χριστούγεννα. Όλα ήταν έτοιμα για τον τελικό. Η αίθουσα καταστόλιστη κι ανάμεσα στα στολίδια ασφυκτιούσε η αγωνία.
Ο Ναδίρ ένιωσε το χτυποκάρδι του αχαλίνωτο πια. Έπρεπε να συμμαζέψει τους καλπασμούς του, να το πειθαρχήσει, να το ορίσει ο ίδιος. Χωρίς όρια και με χέρια τρεμάμενα δε θα μπορούσε να ανταποκριθεί στο «τέλειο» που απαιτούσαν οι στιγμές.
Συγκέντρωσε και πειθάρχησε  όλα του τα συναισθήματα. Τον είχε εκπαιδεύσει η ζωή να αδειάζει το μυαλό του για να κοιτάζει κατάματα τ´αστέρια. Σήμερα έπρεπε να δημιουργήσει ο ίδιος τον ουρανό με τ´άστρα για να διακριθεί..
Δούλευε στην αστροφεγγιά του νου του, των γνώσεών του, της εμπειρίας του, της φαντασίας του παιδιού που έτρεχε σαν κομήτης  στον ξάστερο ουρανό του Λουντέμη.
Αδιαφορούσε για τον ανταγωνιστή του. Με πυξίδα την κερδισμένη εκείνη χαραμάδα που του είχε σημαδέψει τη μοίρα ήταν αποφασισμένος να μην ενδώσει σε καμία  ατυχία σε καμία  συναισθηματική αδυναμία…σε κανένα φόβο. Έπρεπε με πετύχει το τέλειο.

Στο τελευταίο μέτρημα των στιγμών…εννιά οχτώ…δύο ένα ΤΕΛΟΣ χρόνου. Ο Ναδίρ είχε σταθεί σα στρατιώτης μπροστά στα  πανέτοιμα πιάτα του, ιδρωμένα κι αυτά έτοιμα  να υπερασπιστούν την τιμή των όπλων του.
Η γνωστή παρουσιάστρια έδεσε τα μάτια των δυο παιδιών με μια χρυσή μπάντα. Ήταν όρος του παιχνιδιού. Οι κριτές στη θέση τους με το αποτέλεσμα δοσμένο στον επίσημο διεθνούς φήμης σεφ που είχε έρθει να απονείμει τον χρυσό σκούφο τιμής ένεκεν.
Άρχισαν  να πέφτουν σιγά σιγά από ψηλά τα  μικρά  ολόχρυσα γιορτινά χαρτάκια. Σε δευτερόλεπτα « αιώνες»,  ένας από τους δυό φιναλίστ θα φορούσε τον χρυσό σκούφο και θα ελευθερώνονταν τα μάτια τους. Μια τζαζ μουσική άρχισε να παίζει καθώς ο επίσημος καλεσμένος πλησίαζε τους δυό υποψήφιους.

Ο Ναδίρ άρχισε να ρουθουνίζει σα λαγωνικό. Αυτή η ευωδιά που πλησίαζε ήταν γνωστή. Ήταν αυτή του κόρφου της. Ένιωσε την αύρα του ονείρου του να πλαταγιάζει σα χλιαρό θαλασσινό κύμα στο ανεμοδαρμένο του σκαρί. Τα σωθικά του τράνταξαν. ΜΑΜΑΑ..φώναξε και ελευθέρωσε τα μάτια του.Τα φτερά του είχαν αγκαλιάσει τα κορμί της  που σφάδαζε βιωμένο σπαραγμό δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια. Τα τρεμάμενα χέρια της του φόρεσαν το χρυσό σκούφο.
Τα δάκρυα όλων συνόδευαν τα χρυσά χάρτινα αστεράκια που έπεφταν από την οροφή.Τα γνώριζε..ήταν αυτά τα ίδια που φώτιζαν τη σκληράδα της ζωής του καθώς τα μετρούσε χρόνια τώρα.