Δημοσιεύτηκε: 5 Δεκεμβρίου 2012 | Εφημερίδα ΛΗΜΝΟΣ
1888 ( χριστουγεννιάτικη περιπλάνηση με ξεναγό τον Ρ. Κουρτίδη )
Απόσπασμα
«ιδέτε εκεί εν τω εστιατωρίω ποία απαστράπτοντα εξ ανυπομονυσίας βλέμματα προσηλούνται επί του ανοιγομένου δέματος των δώρων! Αι καρδίαι πάλλοντα,ι αί αναπνοαί μόλις ακούονται, αίφνης ακτίς χαράς, ακτίς ανεκλαλήτου ευτυχίας φωτίζει τους οφθαλμούς, ο μικρός πόθος, το προσφιλές όνειρον εξεπληρώθη! Η ψυχή είνε τόσον μικρά εισέτι, ώστε εν άθυρμα αρκεί να την πληρώση. Βραδύτερον βραδύτερον καθίσταται άβυσσος και δεν ευρύσκομεν αρκούσαν ευτυχίαν επί του κόσμου όπως εκπλήσωμεν το φοβερόν κενόν όπερ χαίνει εν ημίν!
Αλλά μακράν την στιγμήν ταύτην, η μεμψίμοιρος φιλοσοφία, η μελανοπτέρυξ νυκτερίς του πνεύματος, μακράν εκ του δωματίου τούτου εν ῳ η εγγονή, δροσερά δεκαεξαέτις κόρη κάμνει έκπληξιν εις τον πολιόν πάππον παρουσιάζουσα έξαφνα εις αυτόν εν ζεύγος εμβάδων, όπερ τόσον καιρόν εκέντα η πονηρά, κρυφίως, ιδέτε το γλυκόν μειδίαμα το φωτίζον την γηραιάν του μορφήν, ακούσατε το πλήρες ευχών φίλημα όπερ αποτίθησιν επί της ροδόχρους παρειάς. Ω μηστρηιώδεις νόμοι διέποντες την ανθρώπινην καρδίαν πως κατωρθούτε να καθιστάτε μίαν ύπαρξιν τόσο ευδαίμονα με ολίγα έρια υπό προσφιλούς χειρός συναρμολογηθέντα;»
24 Δεκεμβρίου 2011 (με ξεναγό την υπογράφουσα)
Το μόνο που θυμίζει πως ξημερώνουν Χριστούγεννα είναι ο στολισμός ενός πανύψηλου κωνοφόρου στην πλατεία της Νέας Σμύρνης και ένα πολύχρωμο καρουσέλ.
Λαμπιόνια σκορπισμένα παντού αναβοσβήνουν στα μπαλκόνια, στα δέντρα, στις βιτρίνες.
Η αγορά όμως στυφή. Η οικονομική κρίση φέτος αφαίρεσε τη ζάχαρη απ’ τους κουραμπιέδες κι ένας ήλιος θαρρείς Απριλιάτης μας έκαμε να πετάξουμε κασκόλ, γάντια, παλτό και να περιμένουμε την Άγια νύχτα ξεσκούφωτοι.
Δύσκολοι καιροί, άχαροι, άπορο το Χριστουγεννιάτικο ψυχικό τοπίο… όλα συνηγορούν φέτος να μην φορέσουν τα καλά τους οι ψυχές μας μέρα που ξημερώνει.
Για απαραίτητα ψώνια βγήκα στην πλατεία. Λαχταρούσα να ακούσω τρίγωνα κάλαντα μπρος τα μαγαζιά, αλλά μέχρις στιγμής τίποτα. Μπήκα σ’ ένα καλτσάδικο. Η κυρία πίσω απ’ το ταμείο εξέπεμπε βαζιεστισμό απ’ τα κεσάτια. Με ρώτησε τι επιθυμούσα να αγοράσω. Ένας ηλικιωμένος κύριος, εμφανώς περασμένα τα ογδόντα, με τη βοήθεια του μπαστουνιού του ανέβηκε το μικρό σκαλοπατάκι της εισόδου. Κυριολεκτικά κουβάλησε την παρουσία του στο χώρο… τακτοποίησε τη ματιά του πάνω μας, σαν να ζητούσε τη βοήθεια μας και με αριστοκρατική ανθρωπιά μας θύμισε τη σημασία της ημέρας «Χρόνια πολλά κι αύριο με το καλό» μας είπε καλοσυνάτα κι απαντήσαμε ένα ξερό «Επίσης»… μελομακάρονο χωρίς μέλι. «Εξυπηρετήστε τον κύριο» έκαμα εγώ προσφέροντας την προτεραιότητα μου στα γηρατειά του.
«Τι θα θέλατε κύριε;»
«Θα ήθελα ένα ζεύγος καλτσοπαντούφλες για τη σύζυγο μου»
«Ευχαρίστως» είπε η κυρία κι έσυρε το βήμα της να φέρει στον πάγκο ένα κουτί με πολύχρωμες καλτσοπαντούφλες.
Πρώτη φορά άκουγα τη λέξη. «Τυρλίκια» τα ήξερα εγώ. Μας τα έπλεκε η νόνα. Η σύγχρονη βιομηχανία τα υιοθέτησε, τους έβαλε και την πλαστική πατούσα, τα έβαλε δύο σ’ ένα, όπως λένε σήμερα και τα ονόμασε καλτσοπαντούφλες.
«Πολύ πρακτικές» ψιθύρισα.
«Με βοηθάτε να διαλέξω;» μου ζήτησε ευγενικά ο ηλικιωμένος κι εγώ βάλθηκα να ανακατεύω βιομηχανοποιημένα τυρλίκια.
« Σας αρέσουν αυτές;» ρώτησα και τράβηξα απ’ το κουτί ένα ζευγάρι μπλε. Με κοίταξε επίμονα με πονηρή γλυκύτητα στη ματιά του.
« Θα τις ήθελα κόκκινες» μου είπε δειλά και το χέρι μου ξανάρχισε το ανακάτεμα.
« Δεν βλέπω κόκκινες … να πάρτε αυτές τις μπεζ με τα κόκκινα λουλουδάκια»
«Όχι (είπε διστακτικά)… ξέρετε θέλω να την ευχαριστήσω…» μου είπε με μαγκιά. Και τότε το τόλμησα.
«Πόσα χρόνια είστε μαζί;»
«Αύριο κλείνουμε τα πενήντα… θα ήθελα να της προσφέρω πενήντα κόκκινα τριαντάφυλλα, αλλά η σύνταξη μου δεν αντέχει την πολυτέλεια. Γι’ αυτό θέλω ότι της πάρω να είναι κόκκινο… εκείνη θα καταλάβει».
«Η ωριμότητα πάντα καταλαβαίνει» είπα και το εννοούσα.
Χριστούγεννα πρωτούγεννα , πρώτη γιορτή του χρόνου. Ο μεταλλικός ήχος των τριγώνων χτύπησε επί τέλους και μαζί με την γεμάτη κόκκινο ζεστή ματιά του γέρου, έφεραν στη ψυχή μου τη ζεστασιά της Φάτνης. Ζήλεψα… ποιος ξέρει είπα… ίσως του χρόνου… Δεν είχα ποτέ σκεφτεί πως το ωραιότερο δώρο, για μια τέτοια περίσταση, εν μέσω κρίσης, μπορούσε να είναι ένα ζευγάρι κοκκινοκαλτσοπαντούφλες.
Ω μυστηριώδεις νόμοι διέποντες την ανθρωπίνην καρδίαν πως κατωρθούτε να καθιστάτε μίαν ύπαρξιν τόσον ευδαίμονα με ολίγα έρια υπό προσφιλούς χειρός προσφερθέντα;
Πενήντα χρόνια… πως πέρασαν;…
Βαρβάρα Βαγιάκου-Βλαχοπούλου