Πέντε, πέντε, πέντε ευρώ, ό,τι πάρετε πέντε ευρώ, στρίγλιζε ενοχλητικά ο νεαρός πωλητής της λαϊκής αγοράς και ανακάτευε την πολύχρωμη κουρελαρία του πάγκου του.
Το μάτι της κυρά- Αγγελικής μαγνητίστηκε από μια βεραμάν φάτσα υφάσματος που έκαμε μια στιγμιαία εμφάνιση σε ένα βίαιο ανακάτεμα από τις χοντρόμορφες χερούκλες του πωλητή. Δεύτερη σκέψη δε χρειάστηκε. Έριξε τις σακκούλες με τα μανταρίνια και τα ζαρζαβατικά καταγής. Μια λαχτάρα πρωτόγενη έσπασε τα δεσμά της φυλακής της και γαντζώθηκε στο συγκεκριμένο σημείο του πάγκου για να «συλλάβει τον δραπέτη».
Με τρεμάμενα χέρια βούτηξε την άκρη της χαμένης της ζωής και ανάσυρε το βεραμάν παλτό της Αϊσέ της.
Τυφλή να ήταν θα το αναγνώριζε.
Τα χέρια της άρχισαν να τρέμουν στους ρυθμούς του σεισμογράφου και η ψυχή της βρέθηκε στιγμιαία, μα για πολλοστή φορά ναυαγός, να παλεύει με τ´αλαφιασμένα κύματα του Αιγαίου, εκείνης της φονικής νύχτας. Μαζεύτηκε γύρω από την σπίθα μιας ανεπίτρεπτης μέχρι στιγμής ελπίδας. Το μυαλό θόλωσε, τα πόδια λύγισαν και το ανήμπορο πια κορμί, βρέθηκε στη γη με τα νύχια των χεριών γαντζωμένα στο βεραμάν παλτό, ανάμεσα στις ξεφτισμένες από ροζακί φλος κεντημένες σφιγγοφωλιές του νωμίτη.
Τρεις μέρες και τρεις νύχτες τις κεντούσε για να έχει η Αϊσέ της ένα ξεχωριστό ρούχο τις γιορτινές μέρες, ασορτί με το χρώμα των ματιών της. Τη φλωσένια κλωστή για το κέντημα του νωμίτη την είχε ψάξει στο μακρυνό σουκ της πόλης τους.«Βάλε άλλο χρώμα καλέ μάνα» « Όχι, ροζ του πάει, ροζ θα βάλω» επέμενε εκείνη. Και το συνδύασε με τα ασορτί ροζ κοκκάλινα κουμπιά.
Η Φανή ένιωσε στα μποτάκια της το βάρος του ώμου της κυρά- Αγγελικής και έσκυψε να τη σηκώσει. Ήταν βαριά σα σακί γεμάτο πέτρες.
« Βοηθήστε με» έκαμε στον πωλητή κι αυτός άρπαξε βίαια το παλτό. Μα το παλτό σφιχτά αγκαλιασμένο στο στήθος της Αγγελικής, ήταν η πέτσα της πια και καθώς ένιωθε να την γδέρνει η απονιά της μοίρας της, συνήλθε, η δύναμη ξαναγύρισε στους μυώνες της ζωής και με τρεμουλιαστή φωνή ξεστόμισε.
« Είναι δικό μου, είναι δικό μου» κι άρχισε έρποντας να ψάχνει την πεσμένη στη γη τσάντα της για να το πληρώσει.
« Δώσε πέντε Ευρώ και πάρτο» είπε η φτηνή εμπορική συναλλαγή και άπλωσε το χέρι της. Της έλειπε ένα Ευρώ.Η Φανή που ως Άγγελος εξ ουρανού, εντελώς τυχαία βρισκόταν δίπλα της, έβγαλε ένα Ευρώ από την τσέπη της, το έβαλε συμπλήρωμα στην ανοιχτή χούφτα του πωλητή και αμέσως βάλθηκε να μαζεύει τα μανταρίνια που είχαν χυθεί από τη σακούλα και είχαν κυλήσει κάτω από τον ξύλινο πάγκο της πραμάτειας. Είχε καταλάβει την ψυχική αναστάτωση της κυρίας και βάλθηκε να βοηθήσει.
«Θέλετε να σας πάω σπίτι σας;» έκαμε το ευγενικό κορίτσι καθώς αντιλήφθηκε τα λιγοστά κουράγια της κυρίας.» Έχω αυτοκίνητο, θέλετε;» Ήταν η πρώτη φορά που η κυρά- Αγγελική στόχευσε στη γαλανή ομορφιά του αγγέλου. Κοίταξε κατάματα τη Φανή κι έγνεψε το ναι της εμπιστοσύνης. Ναι. Θα την εμπιστευτεί. Τούτη η συνάντηση της φάνηκε σημαδιακή.
« Λίγο πιο κάτω μένω, στις λαϊκές πολυκατοικίες και με τα πόδια πάμε» έκαμε. Σε πέντε λεπτά η Αγγελική έβαλε το κλειδί στην κλειδαριά, η πόρτα έτριξε στο άνοιγμά της και μια ασφυχτική, βαριά ανατολίτικη μυρωδιά όρμησε στα νοτερά από το κρύο ρουθούνια της Φανής.
Η Αγγελική έβγαλε τα παπούτσια της πίσω από την πόρτα και προχώρησε. Η Φανή είχε καταλάβει. Σεβόμενη τη μουσουλμανική συνήθεια έβγαλε και η ίδια τα μποτίνια της και προχώρησε. Απόθεσε τις σακκούλες με τα ζαρζαβατικά στον πεντακάθαρο πάγκο της κουζίνας και γυρνώντας την πλάτη είδε τη λιγνόκορμη γυναίκα να απλώνει με ιερότητα θαρρείς το βεραμάν εφηβικό παλτό πάνω στην καρό κουβέρτα του κρεβατιού της.
« Να πηγαίνω κι εγώ κυρία Αγγελική» είπε η Φανή κι έκαμε το πρώτο βήμα.
Ανήκε σε μια οργάνωση «Άγγελοι της χαράς» και μέρες που ξημέρωναν, πλησίαζαν Χριστούγεννα, είχαν πολλή δουλειά να διεκπεραιώσουν. Τούτο το σημερινό τυχαίο συμβάν ήταν ανθρώπινο μεν, αλλά ανάξιο λόγου και μη προγραμματισμένο. Έτσι νόμιζε τουλάχιστον μέχρι που άρχισε να κυλά βουίζοντας το ποτάμι της ζωής της κυρά Αγγελικής και να την συνεπαίρνει.
« Σάρα με λένε κόρη μου» και το πρώτο προς την έξοδο βήμα της Φανής, αποδείχθηκε το πρώτο βήμα προς την εκδίπλωση του μυστηρίου. Ήταν πια βέβαιη η Φανή πως μυστήριο υπήρχε, αλλά δε θεώρησε πως έχριζε χείρα βοηθείας.
Το ότι ήταν μουσουλμάνα ήταν φως φανάρι. Η ομιλία της,η βαριά μυρωδιά του σπιτικού της, η συνήθεια των παπουτσιών πίσω από την πόρτα, όλα έδειχναν πως κάτι έκρυβε. Σίγουρα για να κάμει το Σάρα Αγγελική θα υπήρχαν κοινωνικοί λόγοι αυτοπροστασίας υπέθεσε, αλλά εκεινής δεν της έπεφτε λόγος.
Σηκώθηκε και πάλι. Έριξε μια ματιά δεξιά στο ανοιχτό υπνοδωμάτιο. Η ματιά της αγγιστρώθηκε στο βεραμάν παλτό που βρισκόταν απλωμένο σαν άψυχο τομάρι ζώου πάνω στην καρό κουβέρτα. Η Σάρα το κατάλαβε. Πλησίασε το κρεβάτι της κι άρχισε να χαϊδεύει με λατρεία το παλτό. Λαχταρούσε να το ενσαρκώσει να το ζωντανέψει. Ήθελε να της μιλήσει. Κι αυτό με την τρυφεράδα των λόγων της Σάρας άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά στα μάτια της Φανής και να κομψεύεται με τον αέρα ενός βεραμάν πανωφοριού με φλοσένιες ροζ σφιγκοφωλιές και ασορτί κουμπιά. Το περπατούσε αέρινα και λικνιστά στην πασαρέλα της ζωής, μια καλλονή μελαχροινή με πράσινα μάτια.
Ύστερα ήρθαν οι βομβαρδισμοί, τα συντρίμμια, τα ερείπια, τα φουσκωτά, οι σωματέμποροι και τα θύματα.
Εκεί σταματούσε το μυαλό της Σάρας κι άρχιζε ο θαλασσοδαρμός στ αγριεμένα δόντια των αφρισμένων δράκων του Αιγαίου που πηγαινοέφερναν σα καρουδότσουφλο το φουσκωτό, ως ν´αρχίσει να ξεφουσκώνει λίγα μέτρα από τη νησιωτική Ελληνική ακτή.
Μια αστραπή που φρόντισε να απαθανατίσει την τραγωδία, φώτισε για τελευταία φορά το βεραμάν χρώμα του παλτού της κόρης της, που καθόταν στην αντικριστή γωνία του φουσκωτού. Στην επόμενη αστραπή η Αϊσέ άφαντη.Αϊσεεεέ, Αϊσεεεέ μου άρχισε να φωνάζει. Δυό χέρια στιβαρά, με σταμπωμένα τατουάζ που γυάλιζαν στης αστραπής το φως της βούλωσαν το στόμα. Δυό άλλα την έσπρωξαν με βαναυσότητα και βρέθηκε μπρούμυτη με τη μύτη να αιμορραγεί πάνω στα σανίδια μια ξύλινης σωτήριας βάρκας την ώρα που η δικής τους άφηνε την τελευταία πλαστική ασήμαντη φωνή έρμαιο των βυθών.
Εφτά είπαν ήταν οι πνιγμένοι. Ποιός τους είδε; Ποιός τους μέτρησε;
« Θέλω να τους δώ. Θέλω να δω την κόρη μου έστω και πνιγμένη» Και καθώς το βίωνε, το τελευταίο της σπαραχτικό, θέλω να τη δω, ο ρόγχος της αγωνίας της, τρύπησε τα αυτιά της Φανής. Την αγκάλιασε κι ένας ομόβρεχτος σπαραγμός ξεθύμανε σταδιακά. Η Φανή θέλοντας και μη έζησε ολοκληρωτικά την ολοζώντανη αναπαράσταση της τραγωδίας. Πέρασαν πέντε ολόκληρα μουγκά λεπτά αγκαλιάς, φόρος τιμής στις βιωμένες αγριευτικές στιγμές του ταξιδιού.
Αϊσε…
Η Σάρα ξεγάτζωσε ενοχικά την ιερότητα των στιγμών κι έψαξε τα χαρτομάντηλά της.
«Συγγνώμη κορίτσι μου» είπε καθώς ξεφυσούσε την φουρτούνα της ψυχής της.
Με βραχνή φωνή τόλμησε τον προβληματισμό της.
« Πως γίνεται κόρη μου ένα πνιγμένο παλτό να έχει τούτη τη φρασκάδα; Γυμνό το θάψανε το κορμάκι της; Κι αν το ρούφηξε η θάλασσα ως λένε, πως γίνεται να σώθηκε το παλτό σ´αυτή την άψογη κατάσταση; Ο λόγος της αιφνιδίασε τη Φανή.
« Τι περνά από το μυαλό σου Σάρα;»
« Η Αϊσέ μου ζει» ξεστόμισε πεισματικά και το πετσί της Φανής σήκωσε χαίτη.
Οι ερωτήσεις που ανέβαιναν στις φωνητικές χορδές της Φανής δεν τολμούσαν να αρθρωθούν κι ας ήξερε πως ήταν έτοιμες οι απαντήσεις από τη μεριά της Σάρας.
Μετά την εμφάνιση του παλτού, οι όποιες υποθέσεις είχαν μεταλλαχθεί σε πεποιθήσεις πιά.
« Σ´ακούω έκανε το κορίτσι».
« Η ζωή στον καταυλισμό ήταν σαν κοπάδι σε σταύλο. Κυκλοφορούσαν οι φήμες πως ορισμένοι σωματέμποροι έκρυβαν νέες και τις εκμεταλλεύονταν στα πορνεία. Η ιδέα αυτή είχε σφηνώσει στο μυαλό μου. Από τη στιγμή που δεν την είδα πνιγμένη, αυτό με βασάνιζε. Μερικές μέρες αργότερα με τη βοήθεια ενός γειτονόπουλου εγώ με μια ξαδέρφη μου το σκάσαμε από τον καταυλισμό, μπήκαμε λαθρεπιβάτες σε ένα πλοίο και ήρθαμε στην Αθήνα. Ή έπρεπε να ψάξω ή να ξεχάσω.
Προτίμησα το πρώτο. Εδώ υπήρχε ελπίδα. Εκεί; Για να αναγκαστεί να δώσει το παλτό της ήταν φως φανάρι πως δεν επιθυμούσε πλέον κανένα σημείο αναφοράς με το παρελθόν της. Και ποιό παιδί θα ήθελε να θυμάται τις τρομερές στιγμές των βομβαρδισμών; Το ρίγος που συγκλόνιζε το κορμί της σφιχτά αγκιστρωμένο στον κόρφο της μάνας; Τρόμαζε ακόμα και στο κλείσιμο της πόρτας από τον αγέρα που ξέμπαρκος αλώνιζε τα βομβαρδισμένα σπίτια μας. Τα παιδιά της Συρίας δε μιλούσαν πιά. Ήταν τόσο αρνητικές οι εμπειρίες τους που μόνο κραυγές άρθρωναν ακόμα και στον ύπνο τους. Κραυγές φόβου κι απελπισίας. Μόνη διέξοδος η φυγή .Μαζευτήκανε τα ναύλα, βρέθηκε το φουσκωτό, φορέσαμε τα βαριά μας, την ελπίδα και…Η καταρράκωση της Σάρας ήταν έκδηλη. Σταμάτησε την αφήγηση. Τα χέρια της Φανής άρχισαν να τρίβουν απαλά τους ώμους της. Σουουού της ψιθύρισε, φτάνει.
« Υπάρχει παράδεισος κόρη μου;» συνέχισε καταλαγιασμένη η Σάρα. Η Φανή δεν απάντησε.
« Το όνειρο κάθε παιδιού της Συρίας ήταν να «βγάλει» εισιτήριο για τον Παράδεισο. Ήταν τόσο άδικη η ζωή που ήρθαν να ζήσουν. Μακάρι να είναι εκεί η Αϊσέ μου και να τη συναντήσω. Τι τη θέλω τη ζωή να τριγυρνά μέσα σε ένα άψυχο βεραμάν παλτό;» και ξέσπασε σε λυγμούς.
Πέρασαν λεπτά αιώνες ως να εμφανιστεί και πάλι μια αναλαμπή στο παρόν.
« Στη Συρία δούλευα καμαριέρα στην Ελληνική Πρεσβεία και καταλάβαινα τη γλώσσα. Τα βολέψαμε όπως όπως σε τούτο το διαμέρισμα, αρχίσαμε να δουλεύουμε σε σπίτια, τα φέρναμε βόλτα. Η ξαδέρφη μου βρήκε ταίρι…έφυγε.Για να βρίσκω εύκολα δουλειά και να μη με κυνηγούν, έγινα Αγγελική. Δεν έχω χαρτιά. Λαθραία είμαι. Βοήθησέ με κόρη μου» είπε και ξεχύθηκε μια ικεσία μέσα στην αναλαμπή.
Η Φανή με θέα το δεξί προφίλ της Αγγελικής, διέκρινε τη ζωή που σφάδαζε και επέμενε στο κανάλι της δεξιάς καρωτίδας.
Βαρύγδουπη η σιωπή έπεσε αλαλάζουσα γονυπετής στις στιγμές. Δεν άντεχε τη παραμικρή ενόχληση. Ήταν προσευχή!
Ειπώθηκε μουρμουριστά, ανατρίχιασε και σταυροκοπήθηκε.
Η πρώτη λέξη βγήκε από το στόμα της Φανής. Ήταν βαριά, αόριστη, αφώτιστη …μονοσύλλαβη αλλά με κεφαλαία και έσερνε ένα τεράστιο ερωτηματικό.
«ΠΩΣ;»
Αυτό πήρε μαζί της η Φανή, την ικετευτική ματιά της Σάρας και το βεραμάν παλτό επιμελώς διπλωμένο σε μια πλαστική σακκούλα.
Η λαϊκή ήταν σε αποδόμηση την ώρα εκείνη. Μια μυρωδιά ξινίλας ανακατεμένη με ψαρίλα, ήταν διάσπαρτη παντού. Οι πωλητές και οι πραματευτάδες σήκωναν τους πάγκους και τα «σπουργίτια» της φτώχειας κυρτά στα τελάρα με τα σάπια, προσπαθούσαν να ξεδιαλέξουν ο,τι μπορούσε να φαγωθεί για να τους κρατήσει ζωντανούς στη ρημάδα τη ζωή που οσονούπω θα ξημέρωνε τις δύσκολες γιορτινές μέρες.Κάθε τελάρο κι ένας γυμνός Χριστός. Δίχως φάτνη, δίχως μάγους. Να μη σώνουν να ξημερώνουν τα Χριστούγεννα των φτωχών. Μα ο χρόνος αδέκαστος αλητάρχης τα πάει και τα φέρνει, χωρίς να τους ρωτά αν είναι βαρύτερα από τη ρουτίνα. Πέφτουν σα παγωμένο στρωσίδι απονιάς στη γωνιά του άστεγου.
Φόρτωνε, φόρτωνε μιζέρια η ψυχούλα της Φανής μέχρι που τον είδε, τον αναγνώρισε κι έκαμε να του μιλήσει.
Μια φωνή γρανίτης ακούστηκε.
« Κλείσαμε κοπελιά, τι ζητάς;»
Η Φανή του μόστραρε ένα χαρτονόμισμα βαρύ.
« Δικό σου αν μου πεις από που τα προμηθεύεσαι αυτά που πουλάς»
Τα μάτια του βραχνιασμένου πωλητή βγήκαν περίπατο στο ξέφωτο. Θόλωσε η θωριά του, σκούπισε με το μανίκι τη μύξα του που έτρεχε αηδιαστικά και χωρίς δεύτερη σκέψη είπε.
« Από τα παλιατζίδικα» «Που; Πως; Τι;» Βροχή οι ερωτήσεις της Φανής να βρει άκρη στο ξεμαλλιασμένο κουβάρι που δεν υπόσχονταν τίποτα.
« Και ποιοί τα πηγαίνουν στα παλιατζίδικα» είπε διστακτικά το κορίτσι.
Το γέλιο του πωλητή πήρε την κατηφόρα της λαϊκής.
Μικροί μεγάλοι γύρισαν και τον κοιτούσαν.
« Τι ρωτάς κορίτσι μου; Από τα παρθεναγωγεία μέχρι τα πουταναριά της <Οδός Φυλής>…είπε ειρωνικά.Τι ψάχνεις τώρα ψύλλους στ´άχυρα.
Όλη τη νύχτα δεν έκλεισε μάτι η Φανή. Τεράστιος ο προβληματισμός της. Από τη μια ένα κουβάρι ξεμαλλιασμένο από τα νύχια μιας αγριόγατας που λέγεται ανθρώπινη μοίρα κι από την άλλη η ικεσία που της είχε φορτώσει η μάνα Σάρα. Πως να αφήσει αξημέρωτα τα Χριστούγεννα μιας γυναίκας που τα περίμενε χωρίς να είναι Χριστιανή;
Ήταν απομεσήμερο.
Ένας Άγγελος χαράς στην Οδό Φυλής. Και φοβόταν και ντρεπόταν.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες που είχε συγκεντρώσει, αυτή έπρεπε να ήταν η σωστή πόρτα κι αυτή χτύπησε.
Δυό πράσινα μάτια με ματόκλαδα βαριά από μαύρο ρίμελ, άνοιξαν διστακτικά τα φιλοκάρδια μιας ψυχής που έτρεμε υποψιαζόμενη την πιθανότητα να ισορροπήσει…Ίσως; Ίσως…
« Είσαι η Αϊσέ;» « Λίντα με λένε» μουρμούρισε με σφιγμένα δόντια. Τα μάτια της έγιναν θάλασσα μαύρη, σκαμμένη από τους υστερισμούς του βοριά που είχαν περάσει ανελέητα πάνω από το κορμί της. Όλα δήλωναν την αλήθεια εκτός από το Λίντα.
Ωστόσο η πόρτα άνοιξε διστακτικά τόσο όσο να γλυστρίσει η λεπτή σιλουέτα της Φανής στο φτωχικό χωλ του σπιτιού της Λίντας. « Φοβάσαι;» « Ποιά είσαι; Τι ζητάς από μένα;»
Η Φανή άνοιξε την πλαστική σακκούλα κι έβγαλε τον άσσο. Ήταν το τελευταίο της χαρτί. Έπιασε από τους ώμους το βεραμάν παλτό και το τέντωσε όσο πιο διακριτικά μπορούσε μπροστά στα μάτια της Λίντας. Το βλέμμα της πήρε το πράσινο της αναστατωμένης τρικυμίας που την επανέφερε στην Αϊσέ. Άπλωσε τα χέρια της, σούφρωσε με τις παλάμες της το παλτουδάκι της και το έσφιξε στο στήθος της.
Οι ερωτήσεις είχαν αρνηθεί τη διατύπωση. Γίνονταν με τα μάτια μόνο. Μάτια που θόλωναν σιγά σιγά, άρχισαν να ψιχαλίζουν και αθόρυβα να γίνονται μαύρα ρυάκια φτηνιάρικου ρίμελ του μεροκάματου. Βιαζόταν να χυθούν σε μια αγκαλιά και να ξεθωριάσουν. Κι αυτή δε μπορούσε να ήταν άλλη από της μάνας της. Μόνον αυτή γνώριζε το παλτό της.
« Ζει;»
«Γιατί δεν την έψαξες;»
«Θα με σκότωνε»
« Ποιος;»
« Ο μαστρωπός. Αυτός που έπαιρνε το χρήμα»
« Φοβάσαι;»
« Τώρα ντρέπομαι. Αυτόν τον σκότωσαν»
Νύχτωνε.Τα λαμπιόνια άρχισαν να τρεμοσβήνουν στα στολισμένα μπαλκόνια.
Η Φανή και η Αϊσέ έσφιγγαν την αγωνία τους σε ένα δεμένο αγκαζέ. Μπήκαν στο πρώτο ταξί.
Οι λαϊκοί άνθρωποι γιορτάζουν αληθινότερα από τους δήθεν.Το έχουν περισσότερη ανάγκη.
Ολόφωτα τα μπαλκονάκια στις λαϊκές πολυκατοικίες, έστελναν πολύχρωμες φωτεινές ανταύγειες σπαρταρίσματα στο μικρό αστόλιστο μπαλκονάκι μια μουσουλμάνας που για πρώτη φορά στη ζωή της λαχταρούσε και ενστικτωδώς περίμενε να γιορτάσει σήμερα μια γέννηση κι αυτή.
Το αντάμωμα με τη ζωή της τέτοιες μέρες στον πάγκο ενός παλιατζή κι αυτό με έναν Άγγελο χαράς, δεν μπορεί να ήταν τυχαία. Πίστευε βαθιά μέσα της , πως ένας θεός θα γεννιότανε απόψε και γι αυτή.
Μωάμεθ , Βούδας ή Χριστός δεν είχε σημασία. Όποιος και να ´ταν αυτή θα έπεφτε να προσκυνήσει τις φασκιές του.
Το χτύπημα της πόρτα …καμπάνα γιορτινή.
Δυό σώματα αγκαλιασμένα γονυπετούν μπροστά σε μια φάτνη άγνωστη ως τα τώρα που γέμισε φως το σπιτικό που φιλοξένησε την προσφυγιά και εκκόλαψε την ελπίδα.
Η Φανή έβγαλε το βεραμάν παλτό με δέος και το άπλωσε πάνω στον ιερό βωμό των γονατισμένων κορμιών.
Άνοιξε διακριτικά την πόρτα…βγήκε. Σήκωσε το κεφάλι της στον ουρανό κι ένιωσε το χάδι μιας νιφάδας να σκαλώνει στα ματοκλάδια της. Κι άλλη κι άλλη κι άλλη και καθώς το ανέσπερο φως σκόρπιζε τη ζεστασιά του προς τη φάτνη…οι νιφάδες άρχισαν να λιώνουν στο παραρινικό αυλάκι.
ΧΡΙΣΤΟΣ γεννάται δοξάσατε είπε κι έκαμε το σταυρό της.