Δημοσιεύτηκε: 7 Δεκεμβρίου 2011 | Εφημερίδα ΛΗΜΝΟΣ
Κάλε καμένε κοτζάμ άντρας να κλαις γιατί 'πνάς! Κλαίνε μαθές οι άντρες;»
Μπορεί οι άντρες να μην κλαίνε, η ψυχή όμως της ίδιας της Φωτεινιώς που ξεστόμιζε τις αντρειωμένες κουβέντες, έκλαιε πικρά και απαρηγόρητα μέσα στο ξυλιασμένο της κουφάρι. Πάνε τρεις μέρες τώρα, που δεν είχε ούτε μια “βρασά αρβύθια”, να ξεγελάσει την πείνα των παιδιών της. Δώδεκα χρονώ ο Κωνσταντής της και δέκα το Δεσποινιώ η αδερφή του, βρέθηκαν στα θεμέλια της ζωής τους δίχως σκαλωσιές. Έτσι, ζούσαν και αυτά, την κακοτυχιά της γενιάς τους που μέσα από το βλαστό της πέρασε η κατοχή.
«Βρωμο-Γερμαναράδες», μουρμούρισε ρουφώντας την αφυδατωμένη μύξα του ο Κωνσταντής ... πόση απαντοχή πια; Μπορεί να ήταν μικρός αλλά το ξέχειλο ποτήρι της πίκρας που έπινε η μάνα του το διαισθάνονταν και ας έκανε η ίδια τη γενναία. Ήταν ολοφάνερο πως είχε συνοψίσει τα καθήκοντά της σε ένα μόνο. Να βρει τροφή για να επιβιώσουν τα παιδιά της.
«...αφού οι άντρες δεν κλαίνε, δεν θα ξανακλάψω και εγώ», μουρμούρισε ο Κωνσταντής και ένιωσε άντρας. Στην όποια κατοχή το πνεύμα αντιδρά επιθετικά. Τράβηξε τον μπερντέ που 'μπόδιζε τα μπάσματα του Βοριά απ’ τις χαραμάδες της οξώπορτας, πάτησε την τσάγρα, βγήκε. Βγήκε απ’ το παιδί και μπήκε στον άντρα. Έκλεισε πίσω του την πόρτα αποφασιστικά.
«Πού πας;» ακούστηκε η φωνή της Φωτεινιώς.
«Στο Μούδρο», απάντησε ξερά ο Κωνσταντής και άφησε τη μάνα του μεσοπέλαγα. «...Μαρέ... μη κάμ’ς καμιά παλαβομάρα Χριστουγεννιάτ’κα και σι ψάχνουμ’!» Μπορεί η εποχή να μην επέτρεπε παιχνίδια αλλά ο δωδεκάχρονος μια γλυκερή χαρά της ζαβολιάς την ένιωσε. Έσυρε τα ξυλιασμένα του γυμνοπόδαρα στο πλυσταριό, βούτηξε τον μαστραπά, πλατσούρισε στα λασπόνερα που είχε αφήσει το νυχτερινό μπουρίνι και ξεκίνησε. Μπρος το ξύλινο πορτί του Σταύρου, σφύριξε ξέπνοα μα συνθηματικά. Ο φιλαράκος του πετάχτηκε στην αξάτα, κατέβηκε τα χορταριασμένα λασπόχτιστα σκαλιά και με αποχαυνωμένη απ’ την πείνα φωνή ρώτησε «Τι θες ρε πρωί πρωί;»
«Πάμε ... πάρ' το κάδο τσ' κατσίκας και προχώρα.»
«Πού πάμε;»
«Έλα ρε σι λέγω», είπε ο Κωσταντής και τον τράβηξε απ’ το κουρελιασμένο του ρούχο.
Είχε ακούσει τον μπαρμπα-Φωτή να λέει, πως στο Μούδρο, άμα στηθείς εκεί κατά το μεσημέρι, έξω απ’ το μαγειρειό, την ώρα που ο γερμανός στρατιώτης βγαίνει να πετάξει τα σκουπιδοαπόφαγα, μπορεί να φιλοτιμηθεί να σου τα ρίξει στον κουβά σου. Έτσι, μέσα στη μαύρη ανάσα της νύχτας, εκκολάφτηκε η ελπίδα και πρωί πρωί γεννήθηκε. Αν δεν ελπίσεις, το ανέλπιστο δεν θα σου 'ρθει ποτέ.
«Έχουν ρε φιλότιμο αυτοί;»
«Τι ξέρ'ς τι γίνεται καμιά φορά. Πάμε;»
«Πάμε», ακούστηκε η φωνή του Σταύρου μέσα απ’ το στεγνό του στέρνο.
Ένα μισοπαντέλονο με φαρδιά ετερόχρωμα αλατζαδένια μπαλώματα στα γόνατα, άφηνε ξεσκέπαστες τις κοκκαλιάρικες πατούσες του, που απ’ τη λαχτάρα και ηδονική ελπίδα να φάει κάτι, δεν είδε τη νερολακούβα ο Σταύρος και βούλιαξε ίσαμε τα καλαμοβράκια.
«Ρε συ έβρεξε πολύ... θα φτρώς μπάρεμ κάνα ζωχαδέλ’;» είπε και πέρασε με καμπουριαστό κορμί κάτω απ’ τα σκαλοπάτια της αξάτας, στον αχυρώνα, εκεί που κάποτε έβαζαν τις κατσίκες και τις άρμεγαν. Βούτηξε τον τρύπιο τενεκεδένιο κάδο. «Πάμε κι ο Θεός βοηθός», είπε. «Να κανονίσουμ’ να ‘μαστε εκεί κατά το μεσμέρ’ μη πάγ’ κι ο κόπος μας χαμένος.»
Έτριψε τις παλάμες του και ρούφηξε το σάλιο του
«Τι τρώνε τα Χριστούγεννα αυτοί ρε;» Τρομάρα τους ... Το ‘χαν πλατύνει τ’ όνειρο ... μέσα του χώρεσε και η επιλογή. Ρούφηξαν τα σάλια τους. Ο Σταύρος την τελευταία φορά που είχε μασήσει πατατόφλουδες ήταν πριν τρεις ημέρες. Γερμανοσκούπιδα ήταν κι αυτές. Τις είχε εξασφαλίσει ο παππούς του απ’ το γερμανικό φυλάκιο με κίνδυνο να τον τουφεκίσουν αν τον έπιαναν.
Η απόφαση είχε παρθεί. Λύχνα - Μούδρο πέντε χιλιόμετρα ήταν. Θα το κάλυπταν σε καμιά ωρίτσα. Ο καιρός είχε αποφορτιστεί με το βραδινό πηχτό μπουρίνι. Ένα διαπεραστικό βοριαδάκι φύσαγε, έσπρωχνε προς τον κόλπο απομεινάρια σύννεφα στραγγισμένα. Ένα άγουρο μισοφέγγαρο, θολό, αχνόφεγγε αφηρημένο στο γαλάζιο. Προφανώς έψαχνε κάποια φάτνη να φωτίσει τούτη την Άγια Νύχτα που 'ρχονταν. Μα πού! ... τέτοια φάτνη κατά ‘δω μεριά δεν υπήρχε. Υπήρχε μόνο μια απόφαση του «Ή ταν ή επί τας.» Οι πατούσες τους θαρρείς πως ήταν σολιασμένες. Δυο χρόνια τώρα, από τότε που πάτησαν στο νησί την αρβύλα τους οι Γερμανοί, είχαν να φορέσουν παπούτσια. Τα τελευταία που είχε φορέσει ο Κωσταντής ήταν τα τσερβούλια του πάππου του, αλλά πόσο ν’ αντέξουν κι αυτά; Από προβιά ήταν καμωμένα, σ’ ένα χρόνο μέσα έλιωσαν. Πού να βρεθούν οι προβιές τώρα πια! Όλα τα ζωντανά τους τα 'χαν πάρει οι καταραμένοι. Τα έσφαξαν, τα έφαγαν, να 'ταν κι άλλα. Άτιμη φάρα ... νοικοκυραίοι άνθρωποι τους κατάντησαν να γυρνούν ξυπόλητοι χειμώνα - καλοκαίρι.
Πήραν το δρόμο. Ο Κωσταντής με τον μαστραπά της μπουγάδας, ο Σταύρος με τον τρύπιο κάδο της κατσίκας. Η απόσταση δεν τους φόβιζε. Το μόνο που φοβόταν ήταν μη βρεθεί στο δρόμο τους ο Γρηγόρης, η «Πενταρούλα». Τυφλός ήταν ο Γρηγόρης. Ένας κακομούτσουνος ζητιάνος, κουρελοντυμένος, που βρώμαγε ξινίλα, με μια μπαστούνα στο χέρι ίσα με το μπόι του. Μια μπαστούνα που θέριζε όποιον οσφρίζονταν κοντά του, γιατί σύμφωνα με το άδικο της εποχής πνεύμα, τον κατάτρεχαν και τον κορόιδευαν. Πριν απ’ την κατοχή, ζητιάνευε πεντάρες, εξ ου και το «Πενταρούλα». Τώρα πια, η ζητιανιά της εποχής ήταν το ξεροκόμματο κι όλοι ζητιάνοι είχαν καταντήσει. Ανθρωπάκος φουκαράς ήταν λοιπόν η Πενταρούλα, αλλά, επειδή χτυπούσε ανελέητα, ήταν ο φόβος και ο τρόμος των παιδιών. Ο μπαμπούλας, που κατά τη λογική των μανάδων, έπρεπε να φοβούνται τα παιδιά για να βάζουν οι ίδιες σε τάξη τις αταξίες τους. Αυτό και μόνο φοβόντουσαν οι δυο μπόμπιρες που ξεκίνησαν απ’ τα Λύχνα να πάνε στο Μούδρο, να τη στήσουν έξω απ’ μαγειρειό. Ελπίδα; Η «τύχη» τους να συναντήσει την ευαισθησία του φιλότιμου εκείνου Γερμανού που θα ‘βγαζε στο κάδο τα σκουπίδια. Μπορεί να ήταν και ο ίδιος πατέρας. Πού ξέρεις; Το βοριαδάκι που τους φύσαγε πισώπλατα, τους τάχυνε το βήμα και τους ακόνιζε την ελπίδα. Δυο σκελετωμένα κορμιά ελπιδοπόδαρα, με σύνθημα «Ή ταν ή επί τας» περπάταγαν μέσα στο άπορο κατοχικό τοπίο. Φύση νεκρή, ανάγλυφος ο θάνατος παντού, δέντρα γυμνά, χέρσοι αγροί, ούτε ένα ζώο να βοσκά, κορμιά σκελετωμένα, πλευρά άσαρκα, μόνο πετσί ... μα κάτω απ’ το πετσί οι φλέβες ζωντανές ... και κείνο το ανέσπερο φεγγάρι να ψάχνει διαρκώς τη φάτνη.
Δεν γνώριζαν αν θα κερδίσουν ή αν θα χάσουν απ’ το τολμηρό τους εγχείρημα. Όμως η ένταση τους κρατούσε γοργοπόδαρους. Θα 'ταν έντεκα που έφτασαν στην είσοδο του χωριού στον Πλώργο. Τα μικρά πετρόχτιστα σπιτάκια έκοψαν λίγο το βοριά. Οι δυο μπόμπιρες κοντοστάθηκαν. Τακτοποίησαν τη σκέψη τους και κάθισαν πίσω από ένα μαντρότοιχο να ξεκουραστούν. Είχαν λίγη ώρα στη διάθεσή τους. Καλά τα είχαν καταφέρει. Κάλυψαν τα πέντε χιλιόμετρα αρκετά γρήγορα. Ίσως το βοριαδάκι να βοήθησε, ίσως ο φόβος μη συναντήσουν την Πενταρούλα, οπωσδήποτε όμως η ελπίδα ήταν εκείνη που τους έκανε γοργοπόδαρους με τη λάμψη της θετικής πιθανότητας στα μάτια.
Το επόμενο μισάωρο τους βρήκε κουρνιασμένους στον πλαϊνό πέτρινο τοίχο του μαγειρειού. Δυο ψυχούλες τρομαγμένες, με χριστουγεννιάτικο όνειρο να φάνε. Κάθε που έτριζε το άνοιγμα της πόρτας σκιρτούσε μέσα τους ο φόβος και τους βίαζε. Φόβος, ελπίδα, λαχτάρα είχαν γίνει ένας δυνατός μα αξιολύπητος κορμός έτοιμος να ορμίσει ή να σωριαστεί ... και δυο κοκκαλιασμένα χεράκια να προτείνουν σε επαιτεία έναν μαστραπά και ένα τρύπιο κάδο, απομεινάρια καταρρακωμένης αξιοπρέπειας που τη χειρίζονταν πεινασμένα παιδικά όνειρα. Παιδικό όνειρο το φαΐ!!! Παιδί πράμα να επιζητάς τον ύπνο μήπως και ονειρευτείς πως τρως.
Και ξαφνικά ... ένα μπουμ έκαμε η καρδιά και βγήκε τσίτσιδη, σεργιάνι «στην τύχη». Η βροντή της γερμανικής αρβύλας που φάνηκε μετά το τρίξιμο της πόρτας ήταν κατοχική. Ασυναίσθητα, με ετοιμόρροπη απ’ το φόβο κομψότητα, οι δυο Αγιάννηδες, πρότειναν τα μπακράτσια τους μπρος στο «φιλότιμο» του σκουπιοκρατούντα γερμαναρά, με την κόμη σε απόχρωση άχυρου και το ξεθωριασμένο γαλανό των ματιών του κατεψυγμένο.
Σήκωσε τη διαολοποδάρα του την τριπλοσολιασμένη, την πισωγύρισε να πάρει φόρα, και με δύναμη τη σβούριξε σε ντουμπλέ στα άσαρκα πισινά των δυο πεινασμένων παιδιών. Ο πόνος χτύπησε κατάφατσα το όνειρο. Τέσσερα σπινθηροβόλα ματάκια είχαν χάσει το τσαγανό τους και είχαν μείνει γούβες ακατοίκητες. Από πού να τρέξει δάκρυ; Πετρωμένα έβλεπαν τα τενεκέδια τους να κάμουν καραμπόλες στην κατηφοριά. Μια πέτρινη ψυχή ρεύονταν απολαυστικά τη χώνεψη ενός παιδικού χριστουγεννιάτικου ονείρου. Ο Γερμαναράς, με ξεγυμνωμένα πια τα ένστικτα του κατακτητή άφησε ένα επιτακτικό ουρλιαχτό. Ένας δωσίλογος χαφιές σημαδεμένος με τικ στο δεξί το μάτι, εμφανίστηκε. Βούτηξε τα δυο ξυλιασμένα, αποσβολωμένα δωδεκάχρονα κουρελόψυχα και τα έσυρε στην άκρη του χωριού σε μια ξυλιασμένη σκοτεινή αποθήκη-φυλακή. Δυο άσαρκα κουφάρια, δυο άψυχα σακιά, έπεσαν στο τσιμεντένιο δάπεδο, το ένα δίπλα στ’ άλλο κι έβγαλαν ένα κουφό γδούπο.
«Βρωμόπαιδα του κερατά, φαΐ θέλατε, ε; Ψοφήστε τώρα εδώ.»
Μια φωνή σκουριασμένου μεντεσέ γκρίνιασε και η σιδερένια πόρτα έκλεισε με δύναμη παίρνοντας μαζί της το φως. Ένα βαρύ σκοτάδι, βαρύτερο απ’ τη σιδεριά, τους ρούφηξε την όραση και μια έντονη μυρωδιά ξινίλας που κάτι τους θύμιζε τους μπούκωσε τη μύτη. Το τρεμάμενο χεράκι του Κωσταντή έψαξε το κουρελοπαντέλονο του Σταύρου κι ένιωσε παρηγοριά μέσα στην αποπνικτική παγωμένη μαυρίλα. Όταν το μάτι τους τη συνήθισε, ο ένας σφίχτηκε πάνω στον άλλο, γένηκαν ένα σύμπλεγμα για ν’ αντιμετωπίσουν την κορύφωση της κακοτυχιάς τους. Απέναντί τους, στη δεξιά γωνιά, δίπλα σ’ ένα παραθύρι καρφωμένο με σανίδες, που άφηναν με τσιγκουνιά να γλιστρά μια αμυδρή δέσμη φωτός, ξεχώρισε η ματιά τους την Πενταρούλα.
«Ανάθεμα τη φάρα σας Γερμαναράδες», έβριζε.
Ποιος ξέρει γιατί; τον είχαν ρίξει κι αυτόν στη φυλακή. Η Πενταρούλα!!! Ο φόβος και ο τρόμος των παιδιών στην απόλυτη ξεφτίλα ... μα πάντα φόβος. Η δαμόκλειος σπάθη έστεκε ακουμπισμένη στον τοίχο, ετοιμόπιαστη.
«Ε όχι», ψιθύρισε ο Σταύρος. Τέτοια γκαντεμιά πια!!!
«Σκάσε ρε, θα μας ακούσ’ και θα μας λιανίσ’ με τ’ μπαστούνα τ’», ψιθύρισε ο Κωσταντής και ο ψίθυρος έπεσε βροντή μες στην απόλυτη μαύρη σιωπή του χώρου που ανάσαινε αγωνία.
«Ποιος είναι εδώ;» βρόντηξε η Πενταρούλα κι έκαμε να πιάσει τη μαγκούρα του, η οποία γλίστρησε, του ξέφυγε και μ' ένα βιμπράτο ήχο έπεσε στο τσιμεντένιο δάπεδο. Οι μπόμπιρες αγκαλιάστηκαν. Η αναπνοή τους έβγαινε με το σταγονόμετρο και οι καρδιές τους χτυπούσαν συγχρονισμένες σα τρεχαντηρίσια μηχανή. Στην απέναντι αριστερή γωνιά η ματιά τους ξεχώρισε το σιδερένιο σκελετό ενός σκουριασμένου σουμιέ. Χώρισαν αθόρυβα τις αγκαλιές τους και ψαχουλευτά προσπάθησαν να καθίσουν στην πιο κοντινή γωνιά του η οποία ελαφρώς ακροβατούσε και καθώς δέχτηκε το αξιολύπητο βάρος τους έπεσε απότομα στο δάπεδο, παρασύροντας τους δυο μπόμπιρες που βούλιαξαν στον τρόμο τους.
«Ποιος είναι εδώ, γαμώτο;» ούρλιαξε ξανά η Πενταρούλα κι άρχισε να ψάχνει τη μαγκούρα του που στο πέσιμό της είχε κάπως απομακρυνθεί απ’ την ακτίνα των χεριών του. Μονομιάς ο Κωσταντής γένηκε Ηρακλής ... Πρωταγωνιστής τούτης της βουβής, ασπρόμαυρης ταινίας.
«Από τότε που μ’ εμπόδισε ένας άνεμος – έλεγε ο Νίτσε – μ’ όλους τους ανέμους ταξιδεύω.»
… Ακροπατώντας άγγιξε σιγά σιγά την άκρη της ρυπαρής μαγκούρας. Αυτή υπάκουσε και σχεδόν αθόρυβα σύρθηκε απ’ τον επίδοξο Ηρακλή στο κενό που άφηνε ο σκουριασμένος γύρος του σουμιέ. Μια σιγουριά την ένιωσαν. Με απόλυτη προσεκτικότητα έκατσε στην απέναντι του Σταύρου γωνιά και ισορρόπησε το σουμιέ. Οι μύτες των ξυλιασμένων τους ποδιών ίσα ίσα ακουμπούσαν στο τσιμέντο. Ένιωσαν να ακροβατούνε σε τεντωμένο σκοινί.
Με τα μάτια ορθάνοιχτα μες στην απέραντη σιωπή, το βλέμμα ακίνητο, νεκρό μες στο σκοτάδι, την προσοχή τους στην ισορροπία του σουμιέ, μην τους ξεφύγει και ταράξουν το ξεκούρδιστο ροχαλητό της Πενταρούλας, τα δυο παιδιά ΟΧΙ: δεν είχαν την τύχη να μετρούνε τ’ άστρα απόψε. Μετρούσαν τις σταλαματιές του χρόνου. Πόσο αλήθεια αγωνίζεσαι ζωή για να υπάρξεις! Η παιδική τους αθωότητα στο βωμό της σκληρής πραγματικότητας. Ποιο παραμύθι να τους γοητεύσει πια από εδώ και πέρα ... και κείνο το θολό ανέσπερο φεγγάρι ψάχνει τη φάτνη τους ακόμα. Τυλίχτηκαν την παγωνιά της νύχτας. Ήταν η μεγαλύτερη νύχτα της ζωής τους. Ταχιά ξημέρωναν Χριστούγεννα ... Οι δυο Αγιάννηδες «έδεσαν τις καρδιές τους και μεγαλώσανε.»
Καλά Χριστούγεννα!!!
Βαρβάρα Βαγιάκου-Βλαχοπούλου